Κόσμος πάει κι έρχεται διακοπές, άλλοι ξεκινάνε τρύγο, άλλοι βρίσκονται ήδη εν μέσω οινοποιήσεων και όλος ο οινικός κόσμος βρίσκεται σε γενικότερο αναβρασμό. Μέσα σε όλο αυτόν τον πανικό καταφέραμε να βρούμε χρόνο για μία ωραία βραδιά με δοκιμές κρασιών και μερικά μεζεδάκια στον κήπο του οινοποιείου. Οι βασικοί παίκτες μπορεί να απουσίαζαν, οι αντικαταστάτες τους όμως στάθηκαν και με το παραπάνω στο ...ύψος των περιστάσεων!
Αφού στο τραπέζι τοποθετήθηκε η απαραίτητη πιατέλα με διάφορα ελληνικά τυριά, ξεκινήσαμε τις δοκιμές με μία Σαμπάνια Selosse 1999. Ατέλειωτα πολύπλοκη στην μύτη, ξεκινώντας από μία αίσθηση μελιού και φουντουκιού, συνέχιζε σε πιο φρουτώδη όπως μήλο και αχλάδι. Αν μάλιστα δεν εξαφανίζονταν σε χρόνο ρεκόρ από τα ποτήρια όλων, οι σημειώσεις μου πάνω στα αρώματα δεν θα είχαν σταματήσει εκεί αφού όσο περνούσε η ώρα ανακαλύπταμε και κάτι καινούριο! Στο στόμα, οι αρχικά αραιές φυσαλίδες πολλαπλασιάστηκαν πολύ γρήγορα και έδιναν μία πλούσια αλλά πολύ φινετσάτη αίσθηση που χάιδευε απαλά το στόμα μέχρι το υγρό να κατηφορίσει από την στοματική κοιλότητα και να φύγει αφήνοντας μία υπέροχη επίγευση.
O Anselme Selosse είναι η δεύτερη γενιά παραγωγών του Domaine Jacques Selosse και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του οινικού χώρου. Είναι ο πρώτος παραγωγός στην Καμπανία που ζύμωσε σε βαρέλια, εφαρμόζοντας έτσι την μέθοδο των λευκών της Βουργουνδίας. Αυτό έκανε της Σαμπάνιες του αρκετά ιδιαίτερες γευστικά και γρήγορα δημιούργησε φανατικούς οπαδούς αλλά και εχθρούς έχοντας ως αποτέλεσμα να ξεσηκώσει πολλές συζητήσεις γύρω από τις μεθόδους του και να εκτοξεύσει την φήμη του.
Ακολούθησε ένα λευκό Βιδιανό από την Κρήτη πιθανότατα φρεσκοεμφιαλωμένο αφού είχε πολύ έντονη την αίσθηση του θειώδη ανυδρίτη και κούραζε υπερβολικά στην μύτη. Το αφήσαμε λίγη ώρα ανοιχτό μήπως και πίνεται πιο ευχάριστα μετά από λίγη ώρα αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Άσχημη τύχη είχε και μία Rebulla από την Goriska Brda της Σλοβενίας που είχε πρόβλημα με τον φελλό.
Μετά από αυτές τις δύο αποτυχίες είχε έρθει η ώρα για κάτι εγγυημένα καλό όπως το Νυκτέρι Reserve 2008 του Χατζηδάκη. Δυστυχώς όμως ούτε αυτό δεν ανταποκρίθηκε στις υψηλές προσδοκίες. Το αλκοόλ και τα παραμένοντα σάκχαρα ήταν πάρα πολύ υψηλά χωρίς να υποστηρίζονται από την αναμενόμενη οξύτητα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κρασί πολύ βαρύ που λίγωνε γρήγορα και δεν θύμιζε τα μεγάλα κρασιά στα οποία μας έχει συνηθίσει ο παραγωγός.
Αφού λοιπόν τα λευκά δεν μας βγήκαν περάσαμε στα κόκκινα χρησιμοποιώντας σαν σκαλοπάτι το ροζέ του Λίγα. Ένα ροζέ από Ξινόμαυρο αρκετά απαλό και πάρα πολύ ευχάριστο, ότι πρέπει για το καλοκαίρι. Στη μύτη θύμιζε αρκετά ερυθρό κρασί της ποικιλίας αλλά στο στόμα ήταν πολύ δροσιστικό με ένα πολύ ωραίο φρούτο να πλημμυρίζει το στόμα. Στα θετικά του κρασιού και η ετικέτα του η οποία είναι χαρακτηριστικό δείγμα της δουλειάς που γίνεται στο κτήμα στον συγκεκριμένο τομέα.
Ξεκινώντας τα κόκκινα δοκιμάσαμε ένα Crozes Hermitage του 2010 από τον Remy Nodin. Ένα φρουτώδες ερυθρό από Syrah αρκετά απλό σαν κρασί, ότι έπρεπε για την εισαγωγή. Με μέτρια οξύτητα και πολύ ωραίες, ζουμερές τανίνες συνόδευε πολύ καλά τα πεντανόστιμα μπιφτέκια από τα Γιαννιτσά ενώ πολύ καλά με το όλο σύνολο έδεσε και η παραδοσιακή μουστάρδα από τον συνεταιρισμό γυναικών της Γουμένισσας.
Ακολούθησε ένα χαρμάνι Ξινόμαυρο - Merlot - Syrah του 2006 από την Καλαμπάκα το οποίο όμως ήταν σχετικά αδιάφορο και έδειχνε τις δυσκολίες για την χρονιά αυτήν σε αρκετά μέρη της χώρας μας. Η μύτη, με μια πρώτη εντύπωση παρουσίαζε ενδιαφέρον αλλά γρήγορα έπεφτε και έδειχνε πως είχε ταλαιπωρηθεί από τον χρόνο. Στο στόμα η οξύτητα και οι τανίνες στέκονταν σε καλά επίπεδα χωρίς όμως να προσφέρουν κάποια ιδιαίτερη συγκίνηση.
Γυρνώντας μία χρονιά πίσω και επιστρέφοντας στον Γαλλικό αμπελώνα περάσαμε σε μία Βουργουνδία του 2007 από το αμπελοτεμάχιο Les Riaux του Dominique Derain. Η μύτη ήταν γλυκόξινη με τα αρώματα κερασιού να ανακατεύονται με γήινες αλλά και κάποιες "πράσινες" αρωματικές νότες που φανέρωναν την επιλογή του παραγωγού να τρυγάει σχετικά νωρίς. Στο στόμα είχε πολύ ωραίες οξύτητες και μαλακές ντελικάτες τανίνες που του έδιναν μία αίσθηση αέρινη. Το όλο σύνολο θα το χαρακτήριζα πάντως αρκετά "αλήτικο" αφού ξέφευγε τελείως από τα αρωματικά στάνταρ στα οποία κινούνται τα περισσότερα κρασιά και είχε μία πολύ δική του αρωματική πολυπλοκότητα.
Ο συγκεκριμένος παραγωγός καλλιεργεί βιοδυναμικά από το 1989, όταν και έκανε τον πρώτο του τρύγο, στα πενηνταπέντε στρέμματα αμπελώνων που διαθέτει. Όλα του τα κρασιά δεν περιέχουν θειώδη και δεν χρησιμοποιεί και κανένα άλλο οινολογικό προϊόν για την παρασκευή τους. Οινολογικά γίνεται άμεσα αντιληπτό πως πρόκειται για "φυσικό κρασί" αλλά γευστικά φτάνει σε υψηλά επίπεδα ποιότητας. Δεδομένου μάλιστα πως ταξίδεψε με αυτοκίνητο από την Γαλλία μέχρι την Ελλάδα, κρατήθηκε πάρα πολύ καλά όλα αυτά τα χρόνια. Σε γενικές γραμμές άρεσε αρκετά στους περισσότερους από εμάς και είναι μία ακόμη απόδειξη πως τα φυσικά κρασιά ενέχουν ρίσκο και για τον παραγωγό και για τον αγοραστή αλλά σίγουρα μπορούν να προσφέρουν πολλές συγκινήσεις!
Η βραδιά έκλεισε με τον παραγωγό με τον οποίο ξεκίνησε. Η Ραταφιά του Anselme Selosse φτιάχτηκε από μούστο ο οποίος κόπηκε* με απόσταγμα στεμφύλων και έμεινε σε παλιά δρύινα βαρέλια στον εξωτερικό χώρο του οινοποιείου. Χωρίς καμία προσθήκη ή άλλη επεξεργασία περίμενε υπομονετικά στα βαρέλια αυτά κάτω από βροχές, χιόνια και άλλα καιρικά φαινόμενα, την στιγμή που θα εμφιαλωνόταν σε λίγες μόνο συλλεκτικές και πολύ σπάνιες φιάλες. Το αποτέλεσμα ήταν φανταστικό. Αρώματα από μόκα και κακάο μπλέκονταν με αρώματα από μαχλέπι και ξηρά σύκα ενώ το τελείωμα θύμιζε έντονα το παραδοσιακό γαλλικό χωνευτικό με κορόμηλα βουτηγμένα σε Αρμανιάκ.
Όλο αυτό συνδυάζονταν εκπληκτικά με το δεκαπέντε μηνών παλαιωμένο τυρί από την Σλοβενία και το γλυκό κυδώνι από τον συνεταιρισμό της Γουμένισσας!
Συνοπτικά θα λέγαμε πως μπορεί να είχαμε αρκετές απογοητεύσεις αλλά τα τρία κορυφαία κρασιά της βραδιάς- η Σαμπάνια, η Βουργουνδία και η Ραταφιά- ανέβασαν τον πήχη τόσο ψηλά που κάλυψαν και το κενό που άφησαν όσα δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Το δροσερό αεράκι και το χαλαρό κλίμα της βραδιάς βοήθησαν στο να απολαύσουμε στο μέγιστο όλα όσα δοκιμάσαμε και γέμισε τις μπαταρίες μας για τις φορτωμένες μέρες που ακολουθούν για τους περισσότερους από εμάς!
*Το αλκοόλ χρησιμοποιήθηκε για να διακόψει την ζύμωση του μούστου. Με τον τρόπο αυτόν παίρνουμε ένα προϊόν που έχει αλκοόλ -λόγω της προσθήκης- αλλά διατηρεί και την γλυκύτητα του μούστου.
Ευχαριστούμε πολύ την Κική Παναγιώτου για της φωτογραφίες!
Αφού στο τραπέζι τοποθετήθηκε η απαραίτητη πιατέλα με διάφορα ελληνικά τυριά, ξεκινήσαμε τις δοκιμές με μία Σαμπάνια Selosse 1999. Ατέλειωτα πολύπλοκη στην μύτη, ξεκινώντας από μία αίσθηση μελιού και φουντουκιού, συνέχιζε σε πιο φρουτώδη όπως μήλο και αχλάδι. Αν μάλιστα δεν εξαφανίζονταν σε χρόνο ρεκόρ από τα ποτήρια όλων, οι σημειώσεις μου πάνω στα αρώματα δεν θα είχαν σταματήσει εκεί αφού όσο περνούσε η ώρα ανακαλύπταμε και κάτι καινούριο! Στο στόμα, οι αρχικά αραιές φυσαλίδες πολλαπλασιάστηκαν πολύ γρήγορα και έδιναν μία πλούσια αλλά πολύ φινετσάτη αίσθηση που χάιδευε απαλά το στόμα μέχρι το υγρό να κατηφορίσει από την στοματική κοιλότητα και να φύγει αφήνοντας μία υπέροχη επίγευση.
O Anselme Selosse είναι η δεύτερη γενιά παραγωγών του Domaine Jacques Selosse και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του οινικού χώρου. Είναι ο πρώτος παραγωγός στην Καμπανία που ζύμωσε σε βαρέλια, εφαρμόζοντας έτσι την μέθοδο των λευκών της Βουργουνδίας. Αυτό έκανε της Σαμπάνιες του αρκετά ιδιαίτερες γευστικά και γρήγορα δημιούργησε φανατικούς οπαδούς αλλά και εχθρούς έχοντας ως αποτέλεσμα να ξεσηκώσει πολλές συζητήσεις γύρω από τις μεθόδους του και να εκτοξεύσει την φήμη του.
Ακολούθησε ένα λευκό Βιδιανό από την Κρήτη πιθανότατα φρεσκοεμφιαλωμένο αφού είχε πολύ έντονη την αίσθηση του θειώδη ανυδρίτη και κούραζε υπερβολικά στην μύτη. Το αφήσαμε λίγη ώρα ανοιχτό μήπως και πίνεται πιο ευχάριστα μετά από λίγη ώρα αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Άσχημη τύχη είχε και μία Rebulla από την Goriska Brda της Σλοβενίας που είχε πρόβλημα με τον φελλό.
Μετά από αυτές τις δύο αποτυχίες είχε έρθει η ώρα για κάτι εγγυημένα καλό όπως το Νυκτέρι Reserve 2008 του Χατζηδάκη. Δυστυχώς όμως ούτε αυτό δεν ανταποκρίθηκε στις υψηλές προσδοκίες. Το αλκοόλ και τα παραμένοντα σάκχαρα ήταν πάρα πολύ υψηλά χωρίς να υποστηρίζονται από την αναμενόμενη οξύτητα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κρασί πολύ βαρύ που λίγωνε γρήγορα και δεν θύμιζε τα μεγάλα κρασιά στα οποία μας έχει συνηθίσει ο παραγωγός.
Αφού λοιπόν τα λευκά δεν μας βγήκαν περάσαμε στα κόκκινα χρησιμοποιώντας σαν σκαλοπάτι το ροζέ του Λίγα. Ένα ροζέ από Ξινόμαυρο αρκετά απαλό και πάρα πολύ ευχάριστο, ότι πρέπει για το καλοκαίρι. Στη μύτη θύμιζε αρκετά ερυθρό κρασί της ποικιλίας αλλά στο στόμα ήταν πολύ δροσιστικό με ένα πολύ ωραίο φρούτο να πλημμυρίζει το στόμα. Στα θετικά του κρασιού και η ετικέτα του η οποία είναι χαρακτηριστικό δείγμα της δουλειάς που γίνεται στο κτήμα στον συγκεκριμένο τομέα.
Ξεκινώντας τα κόκκινα δοκιμάσαμε ένα Crozes Hermitage του 2010 από τον Remy Nodin. Ένα φρουτώδες ερυθρό από Syrah αρκετά απλό σαν κρασί, ότι έπρεπε για την εισαγωγή. Με μέτρια οξύτητα και πολύ ωραίες, ζουμερές τανίνες συνόδευε πολύ καλά τα πεντανόστιμα μπιφτέκια από τα Γιαννιτσά ενώ πολύ καλά με το όλο σύνολο έδεσε και η παραδοσιακή μουστάρδα από τον συνεταιρισμό γυναικών της Γουμένισσας.
Ακολούθησε ένα χαρμάνι Ξινόμαυρο - Merlot - Syrah του 2006 από την Καλαμπάκα το οποίο όμως ήταν σχετικά αδιάφορο και έδειχνε τις δυσκολίες για την χρονιά αυτήν σε αρκετά μέρη της χώρας μας. Η μύτη, με μια πρώτη εντύπωση παρουσίαζε ενδιαφέρον αλλά γρήγορα έπεφτε και έδειχνε πως είχε ταλαιπωρηθεί από τον χρόνο. Στο στόμα η οξύτητα και οι τανίνες στέκονταν σε καλά επίπεδα χωρίς όμως να προσφέρουν κάποια ιδιαίτερη συγκίνηση.
Γυρνώντας μία χρονιά πίσω και επιστρέφοντας στον Γαλλικό αμπελώνα περάσαμε σε μία Βουργουνδία του 2007 από το αμπελοτεμάχιο Les Riaux του Dominique Derain. Η μύτη ήταν γλυκόξινη με τα αρώματα κερασιού να ανακατεύονται με γήινες αλλά και κάποιες "πράσινες" αρωματικές νότες που φανέρωναν την επιλογή του παραγωγού να τρυγάει σχετικά νωρίς. Στο στόμα είχε πολύ ωραίες οξύτητες και μαλακές ντελικάτες τανίνες που του έδιναν μία αίσθηση αέρινη. Το όλο σύνολο θα το χαρακτήριζα πάντως αρκετά "αλήτικο" αφού ξέφευγε τελείως από τα αρωματικά στάνταρ στα οποία κινούνται τα περισσότερα κρασιά και είχε μία πολύ δική του αρωματική πολυπλοκότητα.
Η βραδιά έκλεισε με τον παραγωγό με τον οποίο ξεκίνησε. Η Ραταφιά του Anselme Selosse φτιάχτηκε από μούστο ο οποίος κόπηκε* με απόσταγμα στεμφύλων και έμεινε σε παλιά δρύινα βαρέλια στον εξωτερικό χώρο του οινοποιείου. Χωρίς καμία προσθήκη ή άλλη επεξεργασία περίμενε υπομονετικά στα βαρέλια αυτά κάτω από βροχές, χιόνια και άλλα καιρικά φαινόμενα, την στιγμή που θα εμφιαλωνόταν σε λίγες μόνο συλλεκτικές και πολύ σπάνιες φιάλες. Το αποτέλεσμα ήταν φανταστικό. Αρώματα από μόκα και κακάο μπλέκονταν με αρώματα από μαχλέπι και ξηρά σύκα ενώ το τελείωμα θύμιζε έντονα το παραδοσιακό γαλλικό χωνευτικό με κορόμηλα βουτηγμένα σε Αρμανιάκ.
Όλο αυτό συνδυάζονταν εκπληκτικά με το δεκαπέντε μηνών παλαιωμένο τυρί από την Σλοβενία και το γλυκό κυδώνι από τον συνεταιρισμό της Γουμένισσας!
Συνοπτικά θα λέγαμε πως μπορεί να είχαμε αρκετές απογοητεύσεις αλλά τα τρία κορυφαία κρασιά της βραδιάς- η Σαμπάνια, η Βουργουνδία και η Ραταφιά- ανέβασαν τον πήχη τόσο ψηλά που κάλυψαν και το κενό που άφησαν όσα δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Το δροσερό αεράκι και το χαλαρό κλίμα της βραδιάς βοήθησαν στο να απολαύσουμε στο μέγιστο όλα όσα δοκιμάσαμε και γέμισε τις μπαταρίες μας για τις φορτωμένες μέρες που ακολουθούν για τους περισσότερους από εμάς!
*Το αλκοόλ χρησιμοποιήθηκε για να διακόψει την ζύμωση του μούστου. Με τον τρόπο αυτόν παίρνουμε ένα προϊόν που έχει αλκοόλ -λόγω της προσθήκης- αλλά διατηρεί και την γλυκύτητα του μούστου.
Ευχαριστούμε πολύ την Κική Παναγιώτου για της φωτογραφίες!