Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

Bourgogne Aligoté 2005

Ο τίτλος σίγουρα δεν μοιάζει και τόσο ελκυστικός αλλά όταν πρόκειται για ένα Aligoté του Domaine Leflaive τότε όλα αλλάζουν. Να θυμίσω πως η ποικιλία αυτή είναι η δεύτερη λευκή ποικιλία της Βουργουνδίας οι οποία χάνεται στην σκιά του Chardonnay και θεωρείτε αρκετά κατώτερη ποιοτικά.
Για να πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Την πέμπτη το βράδυ σε δείπνο μεταξύ φίλων και μετά από ένα πολύ καλό Gewurstraminer από τον Αλσατό βιοδυναμιστή Pierre Frick είχε έρθει η σειρά του Antoine να σερβίρει το κρασί που είχε φέρει. Δοκιμάζοντας το τυφλά και από την πρώτη όσφρηση ήμουνα βέβαιος πως πρόκειται για ένα Chardonnay φτιαγμένο από τον Pierre Morey*. Αυτή η σπιρτάδα στην μύτη που αρχικά δίνει την αίσθηση πως είναι έντονο βαρέλι είναι χαρακτηριστικό των κρασιών του ενώ το γεμάτο στόμα του και η μακρά επίγευση μ' έκαναν να πιστεύω πως είναι Chardonnay. Οι υπόλοιποι συμφώνησαν μαζί μου στην ποικιλία αλλά και στην περιοχή (Βουργουνδία) χωρίς όμως να προσδιορίσουν τον παραγωγό. Σύμφωνοι ήμασταν επίσης και για την χρονιά αλλά και για την θέση αυτού του κρασιού στην ιεραρχία του Βουργουνδέζικου συστήματος**. Πεπεισμένος πως πρόκειται για ένα Leflaive υπέθεσα πως είναι τουλάχιστον 10 χρονών αφού δεν είχε την συνηθισμένη δύναμη των νεαρών κρασιών του κτήματος ενώ υπέθεσα πως θα είναι ένα 1er Cru ή τουλάχιστον ένα village λόγω του γεμάτου στόματος και της καλής οξύτητας.
Όταν έγιναν τα "αποκαλυπτήρια" κανένας δεν περίμενε να αντικρίσει ένα Bourgogne Aligoté 2005. Το μόνο στο οποίο είχα πέσει μέσα ήτανε ο παραγωγός! Σωστά λέμε μερικές φορές πως στην γευσιγνωσία πρέπει να εμπιστευόμαστε την πρώτη μας σκέψη. Το aligoté αυτό ήταν τόσο καλοφτιαγμένο που κοντράρεται στα ίσια με οποιοδήποτε village και μας έστειλε αδιάβαστους! Respect λοιπόν σε αυτόν τον τόσο μεγάλο οινοποιό αν και απ' ότι ξέρω είναι κάπως ασταθής και μερικές χρονιές τα κρασιά του δεν είναι το ίδιο πετυχημένα.
Το κρασί αυτό βέβαια δεν βγαίνει στο εμπόριο αλλά καταναλώνεται μεταξύ των εργαζόμενων και των ιδιοκτητών του domaine.


*Ο Pierre Morey οινοποίησε στο Domaine Leflaive μέχρι και το 2007 και από φέτος ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με την δική του παραγωγή.

**Υπενθύμιση του Βουργουνδέζικου συστήματος:
-Grand Cru
-1er Cru
-Appellation Village Contrôlée
-appellation bourgogne
-vin de pays (τοπικός οίνος)

Μιλώντας για λευκά, στις τρεις πρώτες περιπτώσεις χρησιμοποιείται αποκλειστικά Chardonnay ενώ η appellation bourgogne μπορεί να γίνει και από aligoté, τέλος οι τοπικοί οίνοι μπορούν να γίνουν από οποιαδήποτε ποικιλία καλλιεργείται στην Βουργουνδία.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

Γνωρίζοντας τα ελληνικά διαμάντια

Παρασκευή 14 Νοέμβρη και η Beaune βρίσκεται στο επίκεντρο του οινικού κόσμου. Η δημοπρασία κρασιών στο Hospices de Beaune και οι εκδηλώσεις που την πλαισιώνουν, συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον όλων των φίλων του κρασιού και όπως είναι λογικό, το Pinot Noir και το Chardonnay έχουν την τιμητική τους! ...και ενώ όλες οι δοκιμές περιορίζονται στην περιοχή από το Chablis ως την Macon εμείς αποφασίσαμε να περάσουμε τα στενά αυτά όρια και να οργανώσουμε μεταξύ γνωστών και φίλων μία δοκιμή Ελληνικών κρασιών!
Παίρνοντας τις 7 καλύτερες φιάλες του στοκ μου και αγοράζοντας άλλη μία την τελευταία στιγμή από έναν τοπικό καβίστα, ξεκίνησα να ετοιμάζω την όλη κατάσταση 3 ώρες πριν. 7 από τα 8 ήτανε άψογα και για ένα μόνο είχα υποψία για ένα προβληματάκι. Καραφάρισα* λοιπόν ότι θεώρησα πως ήταν αναγκαίο και στην συνέχεια πήγα στο κοντινότερο τυροπωλείο για να αγοράσω τα ανάλογα τυριά!
Γύρω στις 7 είχαμε μαζευτεί όλοι και χωρίς να χάνουμε χρόνο περάσαμε στο πρώτο λευκό. Μία εμφιάλωση Σαντορίνης από την οινοποιεία Χατζηδάκη που γίνεται μόνο για την γαλλική αγορά και φέρει το όνομα cuvée No15. Για την Σαντορίνη δεν ανησυχώ ποτέ αφού ξέρω πάντα πως θα με βγάλει ασπροπρόσωπο από όποιον παραγωγό και αν προέρχεται. Πόσο μάλλον από τον Χαρίδημο Χατζηδάκη ο οποίος κάνει πάντα εξαιρετική δουλειά! Όσοι γνώριζαν ήδη την Σαντορίνη είχαν πολύ καλές εντυπώσεις και επαληθεύτηκαν για ακόμη μία φορά. Όσοι την γεύονταν για πρώτη φορά ενθουσιάζονταν με τον πλούτο και την δύναμη του Ασύρτικου ενώ όπως συμβαίνει σε κάθε φίλο του κρασιού στην πρώτη του επαφή με την Σαντορίνη, δεν πίστευαν πως ένα κρασί που παράγεται τόσο νότια μπορεί να έχει τέτοιες οξύτητες! Συνεχίσαμε με την Σαντορίνη από το αμπελοτεμάχιο Μύλος του Χατζηδάκη την οποία είχα καραφάρει ώστε να καλμάρω λίγο την απίστευτη δύναμή της και να πέσει λίγο το αλκοόλ της (15%!). Στην πρώτη όσφρηση ένας τρομερός αρωματικός πλούτος γέμιζε τα ρουθούνια μας με άνθη εσπεριδοειδών ενώ με την πρώτη ανάδευση το μήλο και το αχλάδι κυριαρχούσαν Από εκεί και πέρα χάρη στην μεγάλη πολυπλοκότητα του κρασιού αυτού, κάθε φορά που φέρναμε το ποτήρι στην μύτη μας ανακαλύπταμε και κάτι ακόμη! Στην συνέχεια περάσαμε στα κόκκινα όπου λόγω καταγωγής είχα φροντίσει να κυριαρχούν τα Ξινόμαυρα! Ένα δείγμα του 2007 από βαρέλι, μία νεαρή Νάουσα και ένα παλιό Ξινόμαυρο 11 χρόνων έτσι ώστε να μπορέσουμε να δούμε την εξέλιξη της ποικιλίας αυτής στον χρόνο.
Ξεκινώντας, ο Παλιοκαλιάς του 2005 εντυπωσίασε με την αρωματική του ένταση και τα ξεχωριστά αρώματά του. Στο στόμα είχε πολύ καλή δομή, χαρακτηριστική του ξινόμαυρου αλλά οι τανίνες του ήταν κάπως ξηρές, απόδειξη πως το Ξινόμαυρο θέλει χρόνο για να αποδώσει τα μέγιστα. Πάντως οι βελτίωσή του σε σχέση με 2 μήνες πριν που το είχα δοκιμάσει ήταν θεαματική ενώ για πρώτη φορά στο συγκεκριμένο κρασί κυριαρχούσαν έντονα αρώματα μαύρης σοκολάτας. Η συνέχεια ήταν ακόμη καλύτερη με την Ράμνιστα του 1997 να βρίσκεται στα καλύτερά της. Αρχικά ένα απίστευτα καθαρό άρωμα τρούφας συνεπήρε όλους όσους δοκίμαζαν και μου επαναλάμβαναν συνεπαρμένοι:<<mais il y a un arôme de truffe incroyable...!!!>> ενώ όσο στριφογυρίζαμε τα ποτήρια μας τόσο ξεδιπλώνονταν μπροστά μας διάφορα αρώματα. Το στόμα του ήταν τέλεια ισορροπημένο χωρίς όμως να έχει χάσει καθόλου στην δομή του και δείχνοντας πως είναι ένα κρασί που μπορεί να πάει ακόμη 5-6 χρόνια τουλάχιστον!
Την στιγμή που ήμασταν έτοιμοι να περάσουμε στην επόμενη φιάλη, συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει το δείγμα από βαρέλι του αυτόριζου Ξινόμαυρου 2007 το οποίο είχε ήδη περάσει σχεδόν 3 ώρες στην καράφα! Ζητώντας συγνώμη από τους υπόλοιπους, σερβίρισα με την ελπίδα πως δεν θα χαθεί στην σκιά της παλιάς Ράμνιστας και δεν θα μας στεγνώσει το στόμα με τις νεαρές ακόμη τανίνες του. Ευτυχώς όμως διαψεύστηκα τελείως! Το άδειασμα που είχα κάνει νωρίτερα από την καράφα στο μπουκάλι και ξανά στην καράφα με τρόπο ώστε να έρθει σε επαφή με το οξυγόνο όσο το δυνατόν περισσότερο κρασί έδωσαν θεαματικά αποτελέσματα! Τα ποτήρια μας ήταν γεμάτα ζωηρά αρώματα φρέσκων κόκκινων φρούτων που εναλλάσσονταν με δροσερές μεταλλικές νότες ενώ η πρώτη επαφή με το στόμα ήταν τόσο βελούδινη που σε τυφλή δοκιμή κανείς δεν θα μπορούσε να μαντέψει περί τίνος πρόκειται. Τέλος, η μεγάλη διάρκειας επίγευση έκλεινε θετικά την πολύ καλή εικόνα που δημιουργήσαμε για το κρασί αυτό που θα εμφιαλωθεί σε μερικούς μήνες από τώρα. Περιττό να πω πως έχω ήδη κρατήσεις για μερικά κιβώτια από τους περισσότερους απ' όσους το δοκίμασαν μαζί μου!
Το 6ο κρασί της δοκιμής δυστυχώς δεν μας έκανε την χάρη να αντεπεξέλθει στις προσδοκίες μας. Η υποψία προβλήματος που είχα όταν το άνοιξα επιβεβαιώθηκε αφού όσο αυτό έμενε ανοικτό τόσο οι Βρετανομύκητες κυριαρχούσαν και έκαναν την εκτίμηση των πραγματικών χαρακτηριστικών του αδύνατη! Κρίμα γιατί ήτανε ένα κρασί που σπάνια έχω την τύχη να δοκιμάσω αφού προέρχεται από μία λίγο διαδεδομένη ποικιλία.
Αφότου ξεπλύναμε τα ποτήρια μας, περάσαμε κατευθείαν στο επόμενο κρασί. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα των Ελληνικών κρασιών αν δεν δοκιμάζαμε ένα Αγιωργήτικο προτού κλείσουμε με τα ξηρά. Δυστυχώς δεν κατάφερα να έχω πρόσβαση σε μία Νεμέα και έτσι δοκιμάσαμε έναν Νότιο του 2003. Αρκετά εκφραστικός, με πολύ καθαρά αρώματα, πλούσιο γεμάτο στόμα και μακρά επίγευση άφησε καλές εντυπώσεις αν και όπως όλοι διαπίστωσαν πρόκειται για διαφορετική σχολή κρασιού από τα προηγούμενα. Μία προσέγγιση κάπως πιο τεχνολογική χωρίς όμως αυτό να είναι αρνητικό αφού με αυτό τον τρόπο αποδεικνύεται πως η Ελλάδα παράγει κρασιά που μπορούν να ικανοποιήσουν όλα τα γούστα!
Για το κλείσιμο είχα προβλέψει ένα γλυκό κρασί από την Σαντορίνη. Όχι ένα Vinsanto όπως συνηθίζεται αλλά ένα γλυκό από κόκκινα σταφύλια της ποικιλίας Βουδόματο. Η πρώτη εντύπωση που έδινε στην μύτη ήτανε αρνητική λόγω της ανεβασμένης πτητικής οξύτητας αλλά ο μεγάλος του αρωματικός πλούτος το βοηθούσε να κερδίσει πόντους αφού του έδινε μία πολύ ενδιαφέρουσα πολυπλοκότητα. Στο στόμα κυριαρχούσε το γλυκό μια και η πολύ μεγάλη του οξύτητα δεν έκανε ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της παρά μόνο στο τέλος όπου και του προσέδιδε μία πολύ ωραία επίγευση πολύ μεγάλης διάρκειας. Από εκεί και πέρα οι γνώμες ήταν διχασμένες και δεδομένου πως κανείς από μας δεν είναι μεγάλος φαν των γλυκών κρασιών επιστρέψαμε στα ξηρά ξαναδοκιμάζοντας ο καθένας αυτό που του άρεσε περισσότερο!
Στο τέλος της δοκιμής, οι πάντες ήταν καταευχαριστημένοι και δεν σταμάτησαν να με ευχαριστούν και να μου λεν το πόσο εντυπωσιάστηκαν με τους ελληνικούς αυτούς θησαυρούς! Ένα ακόμη δείγμα του ότι αν δοθεί η κατάλληλη προσοχή στις Ελληνικές ποικιλίες και δουλευτούν όπως πρέπει, η χώρα μας δεν έχει να φοβάται τίποτα αφού μπορεί να παράγει οίνους με ξεχωριστό χαρακτήρα. Κρασιά των οποίων όμοια δεν βρίσκουμε σε καμία άλλη γωνιά της γης και οι απανταχού οινόφιλοι θα ψάχνουν με λαχτάρα να τα προσθέσουν στην συλλογή τους!



*Σύμφωνα με μερικούς παλιούς Γάλλους οινολάτρες το καραφάρω είναι βάρβαρο ρήμα και είναι προτιμότερο να λέμε το βάζω σε καράφα. Ακούγεται πιο φιλικό προς το κρασί!