Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Syrah με τα μάτια κλειστά vol.2

 Το δεύτερο μέρος της δοκιμής ξεκίνησε πολύ δυναμικά. Τόσο δυναμικά μάλιστα που δεν αφήνει περιθώρια για πρόλογο και με αναγκάζει να μπω κατευθείαν στο δια ταύτα. Το κρασί που άνοιξε το δεύτερο μέρος ήταν ένα πραγματικό νέκταρ. Εξαιρετική μύτη με τα κόκκινα φρούτα να πλαισιώνονται πανέμορφα από μπαχαρένιες νότες που του έδιναν μεγάλη πολυπλοκότητα. Μία ανεπαίσθητη μόνο αίσθηση οξείδωσης πρόδιδε την μεγάλη ηλικία του αλλά δεν μείωνε καθόλου την ευχαρίστηση που ένιωθε κανείς φέρνοντας το ποτήρι κάτω από τα ρουθούνια του. Στο στόμα έμπαινε πολύ δυναμικά, διατηρούσε ακόμη το νεύρο του και τελείωνε εκπληκτικά αφήνοντας ευχάριστη αίσθηση για αρκετή ώρα από την στιγμή της κατάποσης. Ήταν ένα Αυστραλέζικο Shiraz του 1997 από τo οινοποιείο Hardys (Eileen Hardy) που παρά τα χρονάκια του δοκιμάζονταν άψογα. Πιθανότατα να ήταν και η καλύτερη στιγμή για να το πιει κανείς αφού φαινόταν πως αν το φυλάγαμε έναν χειμώνα ακόμη ο χαρακτήρας του θα άρχιζε να αλλοιώνεται. Να λοιπόν που και ο νέος κόσμος φτιάχνει εξαιρετικά κρασιά παλαίωσης που αξίζει τον κόπο να τα ψάξει κανείς, να τα βάλει στο κελάρι του και να τα αφήσει εκεί για μερικά χρονάκια!

Μετά από αυτό, το επόμενο κρασί θα έπρεπε να βάλει τα δυνατά του για να μας εντυπωσιάσει. Κάθε άλλο όμως, η μύτη ήταν πολύ κακή και το στόμα άγαρμπο και επιθετικό. Ήταν μία κακοσυντηρημένη Syrah Μπουτάρη 2000 που λόγω χρονιάς είχαμε πιστέψει πως θα μπορούσε να σταθεί επάξια δίπλα στα υπόλοιπα. Αγνοούμε τις συνθήκες φύλαξης προτού φτάσει στα χέρια της αλλά υποθέτουμε πως ήταν χείριστες. Παρεμπιπτόντως η αντίστοιχη μονοποικιλιακή του Κυρ-Γιάννη είναι εξαιρετική

Πάνω λοιπόν που η γευστική μας ξανάρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα επανήλθαμε σε πολύ υψηλά στάνταρτς. Το ποτήρι μας γέμιζε τώρα με ένα κρασί του οποίου η πιπεράτη μύτη δεν άφηνε καμία αμφιβολία πως ήταν Syrah του Βόρειου Ροδανού. Βατόμουρο, κεράσι, ελιά, δαμάσκηνο και πολλά ακόμη αρώματα που γίνονταν διακριτά όσο περνούσε η ώρα ήταν μερικά μόνο από τα αρώματα που συμπλήρωναν το υπέροχο αρωματικό του μπουκέτο όσο περνούσε η ώρα. Το στόμα χαρακτηρίζονταν από μεταλικότητα που έφερνε στο νου τους παμπάλαιους γρανίτες του Cornas και λιωμένες τανίνες που άφηναν δαντελένια αίσθηση στο τελείωμα. Το κορυφαίο αυτό κρασί ήταν το Cornas Reynard 2006 του Thierry Allemand, ενός εκ των σπουδαιότερων οινοπαραγωγών του Ροδανού. Με ελάχιστη έως μηδενική προσθήκη θειώδης ανυδρίτη και όσο το δυνατόν πιο φυσική προσέγγιση ο Thierry Allemand παράγει κρασιά που όχι μόνο αντέχουν στον χρόνο αλλά και που σε όποια στιγμή της ζωής και αν καταναλωθούν προσφέρουν μία εκπληκτική οινογευστική εμπειρία και φανερώνουν όλο το μεγαλείο της ποικιλίας αλλά και του τερρουάρ της.

Πιθανότατα η δοκιμή θα έπρεπε να τελειώσει κάπου εκεί αφού τίποτα άλλο δεν θα είχε πια την δυνατότητα να μας συγκινήσει αλλά μας έμεναν ακόμη τρία κρασιά προς δοκιμή. Το πρώτο από αυτά τα τρία ήταν ένα πολύ εκφραστικό κρασί αλλά με μύτη που θυμίζει ζαχαρωτά, γλειφιτζούρια και άλλες παιδικές λιχουδιές! Στο στόμα δε, ήταν πολύ ευκολόπιοτο, μαλακό όσο δεν πάει και πινόταν σαν φρουτοχυμός. Ήταν ένα Syrah δεξαμενής από το Stenimahos Crest winery το οποίο δύσκολα θα συγκινούσε έναν φτασμένο οινόφιλο. Είναι όμως ότι καλύτερο για να προσηλυτίσει στον κόσμο του κρασιού ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι συνηθισμένοι να πίνουν κρασί και θέλουν κάτι μαλακό, εύκολο και παιχνιδιάρικο ώστε να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στο οινικό σύμπαν.

Ακολούθησε κάτι που έδειχνε να είναι πολύ νέο και δεν έμοιαζε και πολύ με Syrah παρά τις πιπεράτες νότες που έβγαζε αρωματικά. Ξεκίνησε όντας πολύ εκφραστικό αλλά στην συνέχεια άρχισε να σφίγγεται και να κλείνει. Στο στόμα ήταν αρκετά ανάλαφρο έως άδειο με τις τανίνες να είναι μαλακές αλλά το τελείωμα να είναι κάπως κοφτό. Ήταν ένα νεαρό αθείωτο Αγιωργίτικο που αποτέλεσε την δεύτερη "παραφωνία" της δοκιμής και ξεγέλασε αρκετούς από εμάς.
Το τελευταίο κρασί της σειράς ήταν αρχικά πολύ ντροπαλό απέναντι μας και χρειάστηκε λίγη ώρα και μερικά στριφογυρίσματα στο ποτήρι μας μέχρι να αρχίσει να εκφράζεται καλύτερα. Στο στόμα έμπαινε με μέτρια ένταση αλλά τελείωνε πολύ πιο δυναμικά και άφηνε εξαιρετική επίγευση. Ήταν μία αμερικάνικη Syrah του 2009 από το Edmund St John. Στην ετικέτα υπήρχε επίσης η ένδειξη Wylie που δεδομένου ότι το οινοποιείο έχει φιλοσοφία παλαιού κόσμου υποθέσαμε πως πρόκειται για αμπελοτεμάχιο. Επίσης ένα αθείωτο κρασί, το τρίτο στα τελευταία τέσσερα που δοκιμάσαμε και το οποίο αποδεικνύει πως η τάση για μείωση του θειώδη ανυδρίτη όχι απλά εξαπλώνεται αλλά δίνει και εντυπωσιακά κρασιά. Το συγκεκριμένο είχε χαρακτήρα, καθαρά αρώματα, φινέτσα και κατάφερε μαζί με το Αυστραλέζικο και αυτό του Cornas να μπει στην καλύτερη τριάδα από όσα δοκιμάσαμε.

Συνοπτικά λοιπόν στις τρεις καλύτερες Syrah βρίσκουμε δύο νεοκοσμίτισες -η μία με παλαιοκοσμίτικη προσέγγιση-, και ένα Syrah από τον τόπο καταγωγής του. Επίσης από τα τρία τα δύο είναι αθείωτα και όπως έγραψα και προηγουμένως δείχνει την μεγάλη βελτίωση που έχει γίνει στο κομμάτι αυτό.

Κλείσαμε με φαγοπότι που περιλάμβανε τα υπόλοιπα των μπουκαλιών συνοδεία μπριζόλας ψημένης από τον μέγα σεφ Άρη και φρεσκοκομμένης πράσινης σαλάτας. Ως γνωστόν το καλό είναι απλό και αν οι πρώτες ύλες είναι καλές, σάλτσες, πολλά μπαχάρια και άλλα μασκαρέματα είναι περιττά...

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Syrah με τα μάτια κλειστά! vol.1

Πρώτα απ'όλα να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η Syrah είναι ποικιλία γένους θηλυκού. Όπως και οι συνοτοπίτισσες της, Marsanne και Rousanne έτσι και αυτή είναι μία κυρία με καταγωγή τον Ροδανό και όχι ουδέτερο "το Syrah" όπως δηλαδή λέμε το Ξινόμαυρο ή το Merlot. Και εννοείτε σε καμία περίπτωση δεν είναι το Σιράχ ή το Σιράκ που συνηθίζουν να λένε οι παλιότεροι!

Στις 28 του Οκτώβρη λοιπόν αντί για παρέλαση μαζευτήκαμε με μία παρέα καλών φίλων -με τους συνήθεις ύποπτους δηλαδή-, ετοιμάσαμε μία καλή πιατέλα τυριά-αλλαντικά και στρωθήκαμε στο τραπέζι με τα ποτήρια ανά χείρας περιμένοντας την blind tasting master Μαρία να κάνει παιχνίδι με τις δώδεκα φιάλες που σκοπεύαμε να δοκιμάσουμε τυφλά. Τιμώμενη ποικιλία η μεγάλη κυρία του Ροδανού -τώρα που το ξέρουμε το μάθημα- η Syrah.

Ξεκινήσαμε με ένα παχύ μαύρο κρασί, προϊόν μεγάλων εκχυλίσεων, όχι άσχημο στην μύτη και αρκετά ανάλαφρο στο στόμα σε σχέση με αυτό που θα περίμενε κανείς από το χρώμα του. Αν εξαιρέσει κανείς τις σχετικά αδούλευτες τανίνες ήταν κάτι αρκετά ευχάριστο και πήρε πάνω κάτω καλές κριτικές από όλους όσους δοκίμαζαν. Ήταν ένα ελληνικό Syrah 2008 από την Στερεά Ελλάδα του οινοποιείου Λύτρα για το οποίο όμως δεν κατάφερα να βρω περισσότερες λεπτομέρειες όσο και αν έψαξα στο διαδίκτυο.


Το δεύτερο κρασί ήταν αρκετά εκφραστικό αλλά σίγουρα δεν έφερνε σε Syrah. Βαθύ με αρκετά καλή διάρκεια αλλά χωρίς να λέει πολλά πέρα από αυτό ήταν η μικρή παραφωνία ανάμεσα στα έντεκα -τελικώς- syrah που δοκιμάσαμε. Ήταν ένα Cabernet Sauvignon 2004 του Παπαϊωάννου από την Νεμέα. Μας μπέρδεψε αρκετά είναι η αλήθεια αλλά παρόλα αυτά δύσκολα θα περνούσε για Syrah. Αν όμως το δούμε απλά σαν κρασί οποιασδήποτε ποικιλίας, κρίνοντας και από τον φελλό που έφερε, είναι ένα κρασί που φτιάχτηκε για να καταναλωθεί πιο νέο από όσο το ήπιαμε και σίγουρα διατηρούνταν πάρα πολύ καλά μέχρι τώρα.

Ακολούθησε ένα κρασί πολύ πιο κλειστό από τα άλλα δύο που άνοιγε πολύ αργά μέσα στο ποτήρι μας. Ακόμη και τότε όμως δεν προσέφερε κάτι ιδιαίτερο αρωματικά ενώ και στο στόμα ήταν κενό με άγριο τελείωμα και καμία ομοιογένεια μεταξύ οξύτητας τανινών και ξύλου. Ήταν ένα Syrah με ένα μικρό μέρος λευκής ποικιλίας από ελληνικό οινοποιείο που σαφέστατα θέλει ακόμη δουλειά για να πείσει.

Το αμέσως επόμενο ήταν πολύ αναγωγικό κρασί και του δώσαμε χρόνο για να εκφραστεί πιο σωστά. Παρόλα αυτά όμως μέχρι και το τέλος της δοκιμής αλλά και του γεύματος που την ακολούθησε, δεν έδειξε κάτι καλύτερο και συνεπώς δεν μπορεί να κριθεί.

Μετά από όλα αυτά ήρθε επιτέλους ένα κρασί με όμορφη μύτη να αλλάξει το σκηνικό προς το καλύτερο αν και αυτό ακόμη δυσκολεύονταν κάπως να εκφραστεί και ήταν αρκετά ντροπαλό αρωματικά. Το στόμα ήταν μάλλον λίγο επίπεδο και το τελείωμα κάπως δύσκολο. Ήταν το Syrah Gerntilini 2007 που το έχουμε δοκιμάσει και σε πολύ καλύτερες στιγμές του.

Αυτό μας το απέδειξε το αμέσως επόμενο κρασί που δεν ήταν αλλο από το Syrah 2008 του ίδιου παραγωγού. Με πολύ ωραίο φρούτο στη μύτη, πιο εκφραστικό από το πρώτο και πολύ καλύτερη οξύτητα, έβαζε τα πράγματα στην θέση τους και έδειχνε πως η Κεφαλλονιά μπορεί να μην είναι Ροδανός αλλά δεν τα πάει και άσχημα με την Syrah.

Εδώ να κάνω μία μικρή παρένθεση και να πω πως όλα όσα δοκιμάζαμε συνοδεύονταν από υπέροχα τυριά και αλλαντικά. Τα τυριά ήταν όλα τοπικής παραγωγής από το τυροκομείο Τρεμπελή από την Νάουσα. Ιδιαίτερη αίσθηση έκανε το πιπεράτο Ναούσης. Τα αλλαντικά και το ντεκόρ τα είχε επιμεληθεί ο Άρης ενώ οι ελιές ήταν σπιτικής παραγωγής από τον Παλιοκαλιά!

Είχαμε μία μικρή διαφωνία πάνω στο αν είναι καλύτερα να δοκιμάζουμε χωρίς καθόλου φαγητό ή αν είναι καλύτερα να βάζαμε κάτι στο στόμα μας προκειμένου να αλλάζουμε την γεύση μας και να μην μας κουράζουν οι τανίνες. Η αλήθεια είναι πως η δική μας παρέα δεν δοκιμάζει για επαγγελματικούς λόγους και ούτε θέλουμε να αποδείξουμε κάτι. Το κάνουμε επειδή γουστάρουμε την όλη ιστορία και πάνω απ' όλα προσπαθούμε να περνάμε καλά και να δοκιμάζουμε με φίλους μερικές από τις φιάλες που έχουμε στην κάβα μας. Παράλληλα όμως βγάζουμε χρήσιμα συμπεράσματα και εμπλουτίζουμε τις οινικές μας γνώσεις. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου ντε!

Επιστρέφοντας στα της δοκιμής, η πρώτη εξάδα είναι η αλήθεια δεν πήγε και πολύ καλά γιατί τα περισσότερα από όσα δοκιμάσαμε δεν ξέφευγαν από την μετριότητα. Απ' ότι φαίνεται όμως, η blind tasting master μας κρατούσε τα καλύτερα για το τέλος. Ξένοι αμπελώνες, φυσικά κρασιά, κρασιά έκπληξη, όλα περίμεναν με ανυπομονησία την ώρα που θα βουτούσαν στο ποτήρι μας!


Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Λίγηρας - Chenin Blanc: Σταθερές αξίες!

Αδιαμφισβήτητα, το καλύτερο μέρος για φαγητό και καλό κρασί στην Νάουσα είναι η βεράντα του σπιτιού μου. Κουζίνα κατά παραγγελία, τα καλύτερα υλικά, ατελείωτη γκάμα συνταγών, ντόπια προϊόντα, φιλικό περιβάλλον (!), εξαιρετική θέα, καλή παρέα διαθέσιμη κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας ή και αυθόρμητα.

Η κάβα πάλι είναι μοναδική! Σπάνιες εσοδείες, ψαγμένες ετικέτες από όλο τον κόσμο με μεγάλο ποσοστό από βιοδυναμικά και "φυσικά" κρασιά, σωστές συνθήκες συντήρησης και σερβιρίσματος και πάνω απ'όλα τιμές κάβας ή ακόμη και οινοποιείου!

Έτσι και την περασμένη παρασκευή το μεσημέρι είχαμε "κλείσει τραπέζι" για απολαύσουμε μοσχαρίσιο συκώτι όπως μόνο η μητέρα μου ξέρει να ετοιμάζει. Η ιδιαίτερη υφή και γεύση του συκωτιού -που αποτελεί μεζέ αγαπημένο- πάντα με δυσκόλευαν να το ταιριάξω με κόκκινο κρασί και οι μέχρι τώρα απόπειρες που είχα κάνει έβγαιναν αποτυχημένες.

Μόλις ειδοποιηθήκαμε για την λιχουδιά που μας περίμενε ακολούθησε ο εξής διάλογος:
-Αποστόλη, λευκό;
-Ναι
- ...
-Τι λευκό;
-Μεγάλο;
-Μεγάλο!
Διάλογος απλός και σύντομος αφού ως γνωστών οι πιο σωστές αποφάσεις είναι οι αποφάσεις που παίρνονται σύντομα.

Να μαι λοιπόν στο κελάρι να ψάχνω για κάτι "μεγάλο"
Πολύ συχνά όταν ακούω αυτήν την λέξη ο νους μου πάει στο Chenin Blanc. Είναι που αγαπώ πολύ αυτήν την ποικιλία; Είναι γιατί έχω σπάσει τα μούτρα μου με κάτι δήθεν σπουδαία Chardonnay; Είναι πάντως σίγουρο πως πάντα με δικαιώνει!

Λίγη ώρα μετά είμαστε στο τραπέζι με ένα Saumur Blanc 2006 από το Domaine du Collier να φιγουράρει κίτρινο λαμπερό μέσα στα ποτήρια μας.
Αρωματικά κυριαρχούσαν μεταλλικά αρώματα που θύμιζαν μπαρούτι αλλά η αρχικά πολύ έντονη ορυκτότητα λέπταινε όσο περνούσε η ώρα και πλαισιώνονταν με διακριτικές φρουτώδεις νότες.
Στο στόμα ήταν ο ορισμός του μεγάλου. Κρυστάλλινη οξύτητα, ένταση που το έκανε να δονείται σε κάθε γωνιά της στοματικής κοιλότητας και ένα απίθανο διαρκές τελείωμα που το άφηνε να μας μαγεύει για πολύ ώρα μετά την τελευταία γουλιά.

Έτσι λοιπόν αποδείχτηκε πως το Chenin αποτελεί -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- εγγύηση για μεγάλες συγκινήσεις και ο Λίγηρας αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά περιοχή με πολλούς κρυμμένους θυσαυρούς!

Ο παραγωγός φυσικά δεν είναι κάποιος τυχαίος αφού πρόκειται για τον Antoine Foucault, γιο και ανιψιό των αδερφών Foucault του διάσημου Clos Rougeard. Σε καμία περίπτωση όμως αυτό δεν υποβαθμίζει την αξία της ποικιλίας και του terroir που την αναδεικνύει αφού και λιγότερο αναγνωρισμένοι παραγωγοί της περιοχής όπως π.χ. ο Richard Leroy μπορούν και κάνουν θαύματα...

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Καθέτως, οριζοντίως, ...ακόμη και πλαγίως: Τα παλαιωμένα

Αφού είχαμε φτάσει ήδη περίπου στα μισά του δρόμου κάναμε ένα διαλειμματάκι προτού περάσουμε στο δεύτερο μέρος των δοκιμών μας όπου θα συνεχίζαμε με παλαιότερες εσοδείες Ξινόμαυρου και μερικά ακόμη κρασιά.

Ξεκινήσαμε το δεύτερο μέρος με τον Πήγασο 2003 του Μαρκοβίτη τον οποίο έχουμε δοκιμάσει πάμπολλες φορές και το τελευταίο διάστημα χαρακτηρίζεται από αστάθεια. Έτσι και το Σάββατο αυτό δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες μας και ήταν κατώτερος από αυτό που γνωρίζουμε. Το στόμα βέβαια ήταν και πάλι ευχάριστο και ισορροπημένο αλλά η μύτη ήταν αρκετά κουρασμένη και αυτό έβγαινε και στην επίγευση αφήνοντας άσχημη εντύπωση. Τα σκαμπανεβάσματα αυτά αποτελούν ερωτηματικό ακόμη και για τον ίδιο τον οινοπαραγωγό αφού το συγκεκριμένο κρασί δοκιμάζονταν σταθερά καλά μέχρι και πριν λίγους μήνες.

Το 2003 του Θυμιόπουλου, από μία παρτίδα που δεν είχε καταφέρει να γίνει Γη και Ουρανός, ήταν κάπως κλειστό στην μύτη αλλά άνοιγε δειλά δειλά. Το στόμα όμως ήταν καταπληκτικό. Έμοιαζε πολύ νεαρότερο από την ηλικία του και είχε μία τρομερή μεταλλικότητα που του έδινε μοναδική φρεσκάδα. Από τις μεγάλες εκπλήξεις της βραδιάς!

Ο Πήγασος του 2001 χαρακτηρίζονταν από φινέτσα, πολύ καλή τανική δομή και διάρκεια στο στόμα. Προσωπικά, από τις ουκ ολίγες φορές που έχω δοκιμάσει το κρασί αυτό, πιστεύω πως την φορά αυτήν δοκιμάζονταν καλύτερα από κάθε άλλη.

Το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε με τον Πήγασο του 2000. Εξαιρετικό κρασί που σε κάθε δοκιμή έπιανε υψηλά στάνταρ, αυτήν την φορά έμοιαζε πεθαμένο και απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τα ποτήρια μας. Προφανώς κάτι δεν πήγαινε καλά με την συγκεκριμένη φιάλη.

Σπάζοντας λίγο το "κατεστημένο" των Ξινομαύρων, ενδιάμεσα δοκιμάσαμε και μία Νεμέα Reserve 1998 του Παρπαρούση. Η μύτη ήταν λίγο βαριά αρχικά αλλά στην συνέχεια βελτιώνονταν αισθητά. Το ιδανικό θα ήταν να την βάζαμε σε καράφα αλλά αν το κάναμε αυτό για όλα τα κρασιά που χρειάζονταν καράφα εκείνο το βράδυ, θα γεμίζαμε καράφες και θα ήταν πολύ δύσκολο να ρυθμίσουμε τις θερμοκρασίες. Βολευτήκαμε λοιπόν με τον αερισμό στο ποτήρι μας και παρά τα τερτίπια της μύτης, το στόμα ήταν εξαιρετικό. Οι τανίνες ήταν αρμονικά δεμένες με την οξύτητα και η επίγευση ήταν ατελείωτη. Να λοιπόν που ένα Αγιωργίτικο ήταν από τα κορυφαία τις βραδιάς και φτιαγμένο από έναν Πατρινό οινοπαραγωγό, ήρθε και πούλησε τσαμπουκά μέσα στην Νάουσα!

Επιστρέψαμε στα Ξινόμαυρα και από εκείνο το σημείο και μετά, ουσιαστικά κάναμε κάθετη του κτήματος Μαρκοβίτη. Ο Πήγασος του 1997 ήταν αρκετά κουρασμένος και παρόλο που κρατούσε ακόμη λίγη ζωντάνια στο στόμα, έσβηνε απότομα και δεν ικανοποιούσε.

Έντεκα χρονιές πιο πίσω, στο 1986, το ίδιο κρασί μάγεψε και τους επτά παρευρισκομένους. Η μύτη δεν είχε ίχνος οξείδωσης αλλά ένα φοβερό φρούτο με κυρίαρχο το κράνο. Το στόμα ήταν ακούραστο και δυναμικό με λαχταριστή επίγευση και ήταν η αποθέωση του Ξινόμαυρου της Ναούσης και μία ατράνταχτη απόδειξη πως όταν μιλάμε για Ξινόμαυρο Ναούσης μιλάμε για κρασιά που δεν φοβούνται τον χρόνο. Να σημειώσω πως η φιάλη αυτή ήταν η δεύτερη που ανοίχτηκε διότι η πρώτη είχε πρόβλημα φελλού. Ευτυχώς ο παραγωγός είχε την έμπνευση να φέρει δύο φιάλες και έτσι δεν στερηθήκαμε μία τόσο μεγάλη συγκίνηση.

Οι παραπάνω απόψεις σχετικά με την Νάουσα και την παλαίωση επιβεβαιώθηκαν με μία ακόμη παλαιά φιάλη του ίδιου παραγωγού, αυτήν την φορά από το 1982. Με τρομερά φίνο και καθαρό άρωμα και στόμα που κρατούσε ακόμη σε καλό επίπεδο, δεν έφτανε αυτό του 1986 αλλά ήταν επίσης ένα τρομερό κρασί που η δοκιμή του αποτελούσε εμπειρία για όλους μας.

Κλείσαμε την κάθετη του Πήγασου με το 1981 το οποίο δεν ήταν τόσο καθαρό αρωματικά όσο τα δύο προηγούμενα αλλά δεν έπαυε να στέκεται αξιοπρεπώς στο ποτήρι μας παρά τα τριάντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τον τρυγητό του.

Πρωτού περάσουμε στα γλυκά για να κλείσουμε την βραδιά, δοκιμάσαμε δύο ακόμη νεαρότερα κόκκινα τα οποία όμως μετά από όλα αυτά τα διαμάντια που δοκιμάσαμε νωρίτερα αδικήθηκαν και δεν μπόρεσαν να κριθούν δίκαια.

To πρώτο από το Clos Ouvert και την ποικιλία Pais είναι ένα εξαιρετικό κρασί από την Χιλή και για μένα προσωπικά είναι ότι καλύτερο έχω δοκιμάσει από αυτήν την χώρα και ίσως από όλο τον νέο κόσμο. Δυστυχώς την βραδιά εκείνη δεν κατάφερα να το εκτιμήσω όπως θα έπρεπε και προτίμησα να μείνω στις εμπειρίες που είχα αποκομίσει στην πρώτη μου γνωριμία με την συγκεκριμένη ετικέτα πριν δύο χρόνια.

Το ίδιο ισχύει και για το Nebbiolo του Palissero που μετά από όλα τα προηγούμενα δεν μπορούσε να δείξει και πολλά πράγματα και έτσι δεν κρίθηκε.

Φτάνοντας στα γλυκά, έξι μέρες μετά την δοκιμή Ρίσλιγκ που κάναμε, το ξαναφέραμε στο προσκήνιο δοκιμάζοντας αυτήν την φορά ένα Beerenauslese 2010 από το estate Rosenbaum. Εκφραστικότατο με έντονα αρώματα λεμονανθών και άλλων εσπεριδοειδών και μία εντυπωσιακή μάχη σακχάρων-οξύτητας που δημιουργούσε έκρηξη γεύσεων στο στόμα. Μάλλον δεν θα πάψουμε να δοκιμάζουμε Ρίσλιγκ φέτος το καλοκαίρι!

Για το τελείωμα είχαμε αφήσει δύο γλυκά από τον συνεταιρισμό της Σάμου. To Samos Nektar 2006 και το Samos Anthemis 2004. Το πρώτο έβγαζε πολύ έντονα αρώματα καραμέλας και θύμιζε creme brulée αλλά όπως και το δεύτερο ήταν πολύ βαρύ και μετά από όλα αυτά που είχαμε δοκιμάσει και είχαμε φάει ήταν πολύ κουραστικό να δοκιμάζει κανείς κάτι με τόσο μεγάλη περιεκτικότητα σακχάρων. Πόσο μάλλον όταν νωρίτερα είχαμε δοκιμάσει ένα τόσο δορσιστικό Riesling που έκλεψε την παράσταση. Είναι γνωστό πως ο συνεταιρισμός του νησιού κάνει πολύ προσεγμένη δουλειά και οι συνθήκες δεν μας επέτρεψαν να εκτιμήσουμε τα δύο αυτά κρασιά όπως τους αρμόζει.

Όπως και να έχει πάντως, δεδομένου του υψηλού επιπέδου των κρασιών που δοκιμάστηκαν, τις σπανιότητας αρκετών εξ αυτών και του ενδιαφέροντος που παρουσίασαν οι σχολιασμοί που έγιναν πάνω σε ότι δοκιμάστηκε, η δοκιμή αυτή ήταν μάλλον από τις καλύτερες του φετινού καλοκαιριού.
Που να φθινοπωριάσει δηλαδή, να σφίξουν λίγο τα κρύα και να αρχίσουν να ανάβουν και τα τζάκια!
Έχει να πέσει πολύ πολύ Ξινόμαυρο!



(φωτογραφίες μηδέν, ήμασταν πολύ απορροφημένοι για να τραβάμε!)

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Καθέτως, οριζοντίως, ...ακόμη και πλαγίως: Τα νεαρά

Ο Ιούλιος, όπως και ο Αύγουστος είναι πάντα μήνας ζεστός και δύσκολος για τα κόκκινα κρασιά. Με εξαίρεση φέτος που κατά παράδοξο τρόπο η ζήτηση για κόκκινα κρασιά δεν μειώθηκε αισθητά, τους καλοκαιρινούς μήνες τα λευκά κερδίζουν το μερίδιο του λέοντος στην κατανάλωση.
Εμείς εδώ στην Νάουσα λύνουμε το πρόβλημα της ζέστης πολύ απλά ανεβαίνοντας στο βουνό όπου οι συνθήκες σηκώνουν κόκκινο κρασί και έτσι απολαμβάνουμε τα αγαπημένα μας Ξινομαυρα χωρίς πρόβλημα κάθε στιγμή του χρόνου. Έτσι λοιπόν και το Σάββατο στην ταβέρνα "Χάραμα" στο Αρκοχώρι κάναμε μία μεγάλη δοκιμή οι οποία περιλάμβανε πάνω από είκοσι κρασιά εκ των οποίων τα δεκαεπτά ήταν κόκκινα.

Ξεκινήσαμε με το Ροζέ του Bruno Clavelier το οποίο είχε μία πολύ διακριτική βοτανική μύτη και έντονη οξύτητα που το έκανε άκρως καλοκαιρινό. Η οξύτητα αυτή όμως χαρακτηρίστηκε από μερικούς ως κουραστική και αν και προσωπικά μου άρεσε, η γνώμη των περισσότερων ήταν πως με λίγη λιγότερη οξύτητα θα παρουσιάζονταν πολύ καλύτερο.

Το Ροζε από Ξινόμαυρο 2010 του Θυμιόπουλου δεν χρειαζεται συστάσεις. Ένα από τα καλύτερα Ελληνικά Ροζέ, τρομερά εκφραστικό με εξαιρετικές οξύτητες, αποδεικνύει τις πολλαπλές δυνατότητες της ποικιλίας. Από τα Ροζέ περάσαμε στα λευκά. Αγνοώ τον λόγο αλλά μου αρέσουν πάντα οι εναλλαγές χωρίς να ακολουθείται η πεπατημένη.

Για ξεκίνημα τεστάραμε τον Σιδερίτη 2003 του Παρπαρούση. Ο παραγωγός υποστηρίζει πως είναι ένα κρασί που δεν αντέχει στο χρόνο αλλά λόγω της υψηλής του οξύτητας υποθέσαμε πως ίσως να μπορούσε να κρατήσει μερικά χρονάκια παραπάνω. Τελικά ο παραγωγός είχε δίκιο αφού το κρασί είχε γεράσει πάρα πολύ και θύμιζε οίνο τύπου Μαδέρα.

Ακολούθησε το Ασύρτικο Αθήρι του Σιγάλα. Το κρασί αυτό δεν φτάνει τα ποιοτικά επίπεδα της κλασσικής Σαντορίνης και στοχεύει σε κάτι πιο ευκολόπιοτο και προσιτό στο ευρύ κοινό. Στην μύτη επικρατούσε ένα ορυκτό άρωμα που θύμιζε πετρέλαιο αλλά χωρίς να πλαισιώνεται από κάποιο άλλο άρωμα και καταντούσε λίγο μονότονο. Τέτοιου είδους ορυκτά αρώματα είναι χαρακτηριστικά της Σαντορίνης αλλά πολλές φορές επισκιάζουν τα υπόλοιπα αρώματα. Στο στόμα ήταν αρκετά δυναμικό αλλά έπεφτε κάπως απότομα με αποτέλεσμα να μας αφήσει συνολικά μέτριες εντυπώσεις.

Ακολούθησε το Jeunes Vignes 2009 του Θυμιόπουλου. Το απλό Ξινόμαυρο από νεαρά κλήματα δηλαδή που στοχεύει σε ένα λιγότερο ψαγμένο κοινό απ'ότι αυτό του Γη και Ουρανός. Πολύ εκφραστική φρουτώδης μύτη με το δαμάσκηνο να κυριαρχεί και να πλαισιώνεται από έντονα ανθώδη αρώματα. Το στόμα είναι αρκετά απαλό για την ηλικία του αλλά σίγουρα χρειάζεται λίγο χρόνο ακόμη για να εναρμονιστεί σαν σύνολο.

Το Γη και Ουρανός του ίδιου παραγωγού και από την ίδια χρονιά ήταν πολύ διαφορετικό. Το μόνο κοινό σημείο ήταν το έντονο φρούτο της μύτης το οποίο όμως δεν εκφράζονταν με τον ίδιο τρόπο. Το JV είναι ένα κρασί που στα δίνει όλα με την πρώτη. Ανοίγεται χωρίς ενδοιασμό και σου προσφέρει τα πάντα με την πρώτη γνωριμία. Το Γη ξεκινάει πιο διακριτικό και θέλει να παίξεις μαζί του πολύ παραπάνω για να σου δείξει τον πραγματικό του χαρακτήρα. Έχει πολύ καλύτερη δομή, αρωματικό βάθος και μεγάλη διάρκεια στο στόμα. Με λίγα λόγια, το Γη είναι ένα κρασί για μυημένους ενώ το JV είναι για αυτούς που αποζητούν γρήγορες και έντονες απολαύσεις.

Συνεχίσαμε με τον Παλιοκαλιά του 2009 ο οποίος κυκλοφόρησε νωρίτερα από αυτόν του 2008 λόγο της ετοιμότητάς του. Το 2009 ήταν χρονιά πιο δροσερή και βροχερή από το 2008 και αυτό μεταφράστηκε και στο κρασί. Μην ξεχνάμε πως το Ξινόμαυρο είναι μία κατεξοχήν ποικιλία τερουάρ που "έχει ταλέντο" στο να μεταφράζει τις αλλαγές στις καιρικές συνθήκες. Η μύτη ήταν κάπως κλειστή την βραδιά αυτήν αλλά διέκρινε κανείς άνετα των ανθώδη χαρακτήρα με τις φρουτένιες νότες που αν και κάπως ασυνήθιστη για την ποικιλία αποτελεί χαρακτηριστικό της χρονιάς. Το στόμα ήταν κάπως νεαρό ακόμη αλλά πολύ πιο στρωμένο απ'ότι περιμένει κανείς από ένα τόσο νεαρό Ξινόμαυρο. Σε γενικές γραμμές είναι ένα κρασί που χαρακτηρίζεται από φινέτσα και αέρινο χαρακτήρα.

Ο Παλιοκαλιάς του 2008 έρχεται κάπως πιο δυναμικός. Αν το 2009 είναι θηλυκό τότε το 2008 είναι σίγουρα ένα αρσενικό κρασί. Με αρώματα άλλου τύπου, πιο ώριμα φρούτα και ζωικές νύξεις είναι χωρίς αμφιβολία πολύ πιο πολύπλοκο από τον διάδοχό του. Το στόμα είναι επίσης πιο πλούσιο, έχει καλύτερη τανική δομή και ένταση στο στόμα ενώ εντύπωση προκαλεί η μεταλλικότητα του που θυμίζει αυστηρά εδάφη της Βουργουνδίας όπως αυτό του Latricieres Chambertin. Άλλου τύπου Ξινόμαυρο από αυτό του 2009 που όμως χρειάζεται ακόμη πολύ χρόνο για να δείξει όλες του τις δυνατότητες.

Ακολούθησε το Γη και Ουρανός του 2008. Με πολύ πλούσια αρώματα ωρίμων φρούτων αλλά και γήινα αρώματα που θυμίζουν μεγάλα Nebbiolo η μύτη του ήταν εκπληκτική. Στο στόμα ήταν εξίσου αυστηρό με τον Παλιοκαλιά του '08 και είχε φοβερή τανική δομή που έδειχνε πως το κρασί αυτό βρίσκεται απλά στα πρώτα βήματα της ζωής του και έχει όλο το μέλλον δικό του.

Η δεκάδα των νεαρών κρασιών έκλεισε με την Νάουσα 2007 του Διαμαντάκου. Πολύ εκφραστική μύτη με ανθώδη, τριανταφυλλένιο χαρακτήρα αλλά και ζωικές νότες, φανέρωνε το ανάλαφρο και απαλό στυλ που δίνει το Ξινόμαυρο στο Μαντέμι. Το ίδιο έκανε και το στόμα με τις μαλακές τανίνες του.

Κάνοντας μία παρένθεση θα αναφέρω πως την αμέσως επόμενη μέρα δοκιμάσαμε σε φιάλη Jeroboam(3L) την Νάουσα του ίδιου παραγωγού από το 2006. Κινούνταν πάνω κάτω στα ίδια χαρακτηριστικά, είχε εξίσου έντονο χρώμα με αυτό του 2007 αλλά είχε ένα επίμονο άρωμα φράουλας ασυνήθιστο για Ξινόμαυρο. Σε αντίθεση όμως με το 2007 που όσο περνούσε η ώρα έπεφτε κάπως, το 2006, ίσως και λόγω φιάλης, από την στιγμή που ανοίχτηκε βελτιώνονταν ασταμάτητα.

Η όλη δοκιμή είχε πάντως πολύ ενδιαφέρον αφού συγκρίναμε διαφορετικά αμπελοτόπια κατεβαίνοντας αργά αργά τις χρονιές και αναλύοντας σχολαστικά ότι δοκιμάζαμε.
Η συνέχεια θα παρέλειπε τρεις χρονιές και θα φτάναμε κατευθείαν στο 2003 φτάνοντας μέχρι και το 1981...



Η φωτογραφία του Ροζέ Ξινόμαυρου είναι από το Genius in Gastronomie

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Matassa Blanc και Verduno Basadone

Σάββατο μεσημέρι μιας σχετικά ζεστής μέρας του Ιουλίου. Ένα ελαφρύ αεράκι, μερικοί καλοί φίλοι, ο "μέγας σεφ" Άρης να ετοιμάζει το γεύμα στην κουζίνα και εγώ στην κάβα να διαλέγω το κρασί που θα μας συνοδέψει.

Με μία γρήγορη σκέψη, ένα μεταλλικό λευκό να μας δροσίσει με τις οξύτητές του και ένα ανάλαφρο κόκκινο για να συνοδέψει την κόκκινη σάλτσα χωρίς να μας κουράσει θα ήταν ότι πρέπει για την περίσταση. Δε χρειάστηκε και πολύ για να αποφασίσω. Ένα Macabeu - Grenache Blanc από το Matassa και ένα κόκκινο από το Πιεμόντε θα ταίριαζαν γάντι στις παραπάνω προδιαγραφές.

Το πρώτο, με ίσο ποσοστό από τις δύο ποικιλίες, έδινε αρχικά μία αίσθηση οξείδωσης, αποτέλεσμα των δεκατεσσάρων μηνών που παραμένει σε βαρέλι και την σχεδόν μηδαμινή προσθήκη θειώδους. Πολύ γρήγορα όμως έδειχνε τον αληθινό του εαυτό. Ένα σπάνιο αρωματικό μείγμα μελιού και λεμονιού με μεταλλικές νότες που όσο έμενε στο ποτήρι τόσο πιο ενδιαφέρον γινότανε. Στο στόμα είχε μία σταθερή ένταση και ζωντάνια που έδειχνε την δύναμη που του προσδίδουν τα ζόρικα σχιστοειδή εδάφη των Πυρηναίων. Παρά τον δυναμισμό αυτόν, η δροσερή ορυκτότητά του το έκανε ανάλαφρο και ευκολόπιοτο και εξαφανίστηκε από τα ποτήρια μας σε χρόνο ρεκόρ.

Το Domaine Matassa βρίσκεται στα Πυρηναία, στην γαλλική πλευρά της Καταλονίας. Εξού και η ένδειξη "Vin de Pays de Cotes Catalanes" που σημαίνει τοπικός οίνος των καταλανικών πλαγιών. Η γνωριμία μου με τον Νεοζηλανδό ιδιοκτήτη Tom Lubbe έγινε το 2009 όταν εργαζόμουν στην περιοχή. Οι αμπελώνες του κτήματος βρίσκονται σε βιοδυναμική καλλιέργεια και ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι κοντά στον ένα αιώνα. Στην οινοποίηση γίνεται "φυσική" προσέγγιση με ενδογενείς ζύμες και ελάχιστα θειώδη ακολουθώντας την φιλοσοφία του πεθερού του Τομ που δεν είναι άλλος από τον Gerard Gauby του ομώνυμου κτήματος.

Το Πιεμοντέζικο κόκκινο που ακολούθησε, σε αντίθεση με ότι θα περίμενε κανείς δεν ήταν Nebbiolo αλλά μία σπάνια ποικιλία από την περιοχή του Cuneo με το όνομα Pelaverga Picollo. Παραγωγός της το Castello di Verduno και χρονιά το 2007. Η συγκεκριμένη ετικέτα ονομάζεται Verduno "Basadone" που στα Ιταλικά μεταφράζεται ως "γυναίκα που φιλάει" και στην Πιεμοντέζικη παράδοση η ποικιλία αυτή θεωρείται αφροδισιακή.

Την φιάλη αυτή την είχα αποκτήσει στο ταξίδι μου στην περιοχή το 2009 και θυμόμουν πως ήταν ένα κρασί που είναι ευχάριστο αλλά δεν μπορεί να αντέξει στο χρόνο όπως το Nebbiolo.
Σερβίροντάς το μάλιστα και βλέποντας πως είχε ένα θολό κεραμιδί χρώμα θεώρησα πως ήταν πλέον αργά για το κρασί αυτό.

Έλα όμως που το χρώμα δεν λέει πάντα την αλήθεια. Ένας εκπληκτικός συνδυασμός λεπτών αλλά πολύπλοκων αρωμάτων έρχονταν στην μύτη μας το ένα μετά το άλλο. Πικάντικα αρώματα, βοτανικά αρώματα, γήινα αρώματα, όλα πολύ καθαρά αλληλοσυμπληρώνονταν σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο μπουκέτο. Στο στόμα ήταν βελούδινο, πολύ γευστικό με τελείωμα που θύμιζε πραγματικά μία γυναίκα που φιλάει! Περίμενα πως αυτό το κρασί θα μας άρεσε αρκετά αλλά δεν το περίμενα σε καμία περίπτωση τόσο πολύπλοκο και ενδιαφέρον.

Με αυτές τις δύο εξαιρετικές επιλογές λοιπόν το μεσημεράκι μας κύλησε ευχάριστα και κάναμε και την κατάλληλη προθέρμανση για τα πάνω από είκοσι κρασιά που σκοπεύαμε να δοκιμάσουμε το βράδυ της ίδιας ημέρας...

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Riesling με τα μάτια κλειστά

Λίγο η ζέστη, λίγο κάτι αντιβιώσεις, λίγο διακοπές ο ένας, λίγο διακοπές ο άλλος, με αυτά και με αυτά φτάσαμε σχεδόν τρεις μήνες χωρίς μία σοβαρή γευστική δοκιμή. Οι αντιβιώσεις όμως τελείωσαν, η ζέστη νικήθηκε από το air-condition και λίγο από εδώ, λίγο από εκεί καταφέραμε να συμμαζευτούμε και από τις διακοπές -σχεδόν όλοι- και να στηθούμε για μία ακόμη φορά σε ένα τραπέζι με το ποτήρι στο ένα χέρι και τις σημειώσεις στο άλλο.

Επηρεασμένοι από το πρόσφατο ταξίδι του Μάρκου στην Γερμανία και από την πλύση εγκεφάλου που μου έκανε ο Harry Poter επιλέξαμε ως θέμα το Riesling. Ο σπουδαιότερος λόγος όμως που επιλέξαμε να δοκιμάσουμε μία από τις σπουδαιότερες ποικιλίες παγκοσμίως είναι ότι είναι ίσως η πλέον "terroir expressive" λευκή ποικιλία. Εκφράζει δηλαδή με τον καλύτερο τρόπο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εδάφους, του κλίματος και του τρόπου καλλιέργειας και ως εκ τούτου μία τυφλή γευστική δοκιμή της, είναι ιδιαίτερα παιδαγωγική. Πόσο μάλλον όταν μαζί μας, πέραν του Μάρκου ο οποίος πέρασε αρκετά χρόνια οινοποιώντας στην Γερμανία, βρίσκονταν και ο Αντουάν Λεπετί, ο οποίος έχει δουλέψει σε ένα από το πιο φημισμένα οινοποιεία της Αλσατίας, τον Zind Humbrecht, ενώ παράλληλα είναι και υπεύθυνος για το σχολείο του κρασιού και του Τερουάρ στην Βουργουνδία.

Ξεκινώντας, δοκιμάσαμε ένα φρέσκο Riesling από τον Mosel το οποίο είχε θειωθεί πρόσφατα και ήταν δύσκολο να κρατήσει κανείς την μύτη του για πολύ ώρα στο ποτήρι. Στο στόμα παρόλο που έμπαινε δυναμικά με την οξύτητά του είχε πολύ γλυκό τελείωμα και βάραινε κουραστικά.

Μουδιασμένο ξεκίνημα αλλά πολύ πιο ενδιαφέρουσα συνέχεια. Με χρυσαφί χρώμα, μύτη με πολύ έντονη την μυρωδιά κερήθρας και θέρμη που φανέρωνε πολύ ώριμα σταφύλια ήταν ένα 2004 Clos Hauserer του Zind Humbrecht. Αρκετά καλό χωρίς αμφιβολία αλλά από ένα τέτοιο όνομα περιμένει κανείς περισσότερα πράγματα ακόμη και από τις πιο απλές cuvees όπως η συγκεκριμένη.

Ακολούθησε ένα Ρίσλιγκ που αποτελεί το προϊόν μίας παρέας συνταξιούχων Ελβετών που έχουν την οινοποίηση ως χόμπι. Δοκίμασε την τύχη του δίπλα σε επαγγελματικές οινοποιήσεις και μάλλον δεν κατάφερε και πολλά...

Συνεχίσαμε με ένα παλιό Riesling, αρκετά πτητικό που θύμιζε οινοποιήσεις με ελάχιστο ή μηδενικό θειώδες. Με πολύ έντονο, μονότονο έως και βαρύ άρωμα μελιού στην μύτη και παχύ κουρασμένο στόμα έμοιαζε να έχει οινοποιηθεί σε ξύλινο βαρέλι. Ήταν ένα 2001 του φημισμένου Franz Kunstler από το Rheingau με μοναδικό δυνατό του σημείο την πολύ μακρά επίγευση.

Το πέμπτο κρασί της δοκιμής ανέβασε τον πήχη λίγο ψηλότερα. Η εξαιρετικά μεταλλική μύτη του άνοιγε την όρεξη για όστρακα και η αρωματική και γευστική του συγκέντρωση, όπως επίσης και η άψογα εναρμονισμένη οξύτητά του πρόδιδε ένα κρασί από πολύ καλό σταφύλι με χαμηλές στρεμματικές αποδόσεις και ισορροπημένη ωρίμανση. Έδειχνε πολύ νέο και όλοι μας πέσαμε τουλάχιστον πέντε χρόνια έξω αφού κανείς δεν περίμενε πως θα είναι ένα κρασί του 2001. Ο παραγωγός πάλι, είναι ένα αρκετά μεγάλο σε έκταση αλλά σχετικά άγνωστο οινοποιείο από το Pfalz με το όνομα Wilhelshof.

Η αμέσως επόμενη μύτη ήταν εξίσου μεταλλική με κάποιες νότες μάλιστα να δίνουν την αίσθηση τσακμακόπετρας. Γρήγορα όμως, η μύτη άλλαξε. Μόλις το κρασί στο ποτήρι πήρε λίγη θερμοκρασία, βάρυνε και κουράστηκε. Το στόμα έδινε κι αυτό βαριά αίσθηση λόγω της αδύναμης οξύτητας που δεν κατάφερνε να αντιπαλέψει την γλυκύτητα του και άφηνε μία επίγευση που έμοιαζε να λιγώνει. Καλοστημένο σε γενικές γραμμές αλλά αρκετά "τεχνολογικό" και χωρίς χαρακτήρα, το Verus 2007 από την Σλοβενία κινήθηκε σε ρηχά νερά και δεν κατάφερε να ενθουσιάσει αν και αρχικά είχε κερδίσει την συμπάθεια των περισσότερων από εμάς.

Επιστρέφοντας στο Rheingau, δοκιμάσαμε ένα πολύ καλό Ρίσλιγκ από το ιστορικό Schloss Vollrads. Πολύ καλά ενσωματωμένη στο σύνολο οξύτητα, ωραία και διαρκής επίγευση και χαρακτηριστικά μεγάλου κρασιού. Τυπικότατο της ποικιλίας και με τιμή όχι πολύ πάνω από δέκα ευρώ είναι μία εξαιρετική πρόταση για κάποιον που θέλει να κάνει μία γνωριμία με τον γερμανικό αμπελώνα.

Το όγδοο της σειράς ήταν φτιαγμένο στην Ελλάδα και δεν άντεχε την σύγκριση με τα υπόλοιπα αφού το θερμό ελληνικό κλίμα δεν είναι κατάλληλο για την συγκεκριμένη ποικιλία. Έτσι βγήκε αυτόματα εκτός κριτικής.

Μετά από αυτήν την μικρή παρένθεση το επίπεδο ανέβηκε και πάλι. To επόμενο κρασί, με διακριτική μύτη που άνοιγε όσο περνούσε η ώρα φανέρωνε καλοδουλεμένη και ώριμη πρώτη ύλη ενώ στο στόμα ήταν πλούσιο με τραγανή οξύτητα που του έδινε αέρινη αίσθηση. Παρόλα αυτά φαινότανε πως είναι ένα κρασί που έχει ακόμη χρόνο μπροστά του και δεν έχει αναδείξει ακόμη όλες του τις δυνατότητες. Ήταν το Joannes του 2008 από την Σλοβενία και σύμφωνα με την γνώμη των περισσότερων από εμάς, μάλλον ήταν και το καλύτερο της δοκιμής. Ο Αντουάν μάλιστα, πριν την αποκάλυψη, υποστήριζε πως πρόκειται για κρασί του Zin Humbrecht του οποίου τα κρασιά γνωρίζει άριστα!

Λίγο πριν το τελείωμα δοκιμάσαμε ένα νεαρό Ρίσλιγκ, με καλή οξύτητα αλλά λίγο ασύνδετη με το υπόλοιπο σύνολο. Ένα κρασί που άφησε γενικά μέτριες εντυπώσεις όντας σχετικά καλό αλλά χωρίς να μπορεί να προσφέρει κάποι ιδιαίτερη συγκίνηση. Ήταν ένα Ρίσλιγκ από το weingut Rosenbaum του 2009.

Κλείσαμε την ενδεκάδα της δοκιμής με ένα Ρίσλιγκ του 2005 από τον Marcel Deiss. Υστερόντας από οινολογικής πλευράς σε σχέση με τα περισσότερα από τα προηγούμενα και όντας ελαφρώς οξειδωμένο προώρα, είχε έναν πολύπλοκο χαρακτήρα που άλλαζε συνεχώς μέσα στο ποτήρι και το έκανε να ξεχωρίσει και να κερδίσει αρκετούς από εμάς.

Συμπερασματικά, τα περισσότερα από όσα δοκιμάσαμε στέκονταν σε πολύ καλό επίπεδο και η όλη διαδικασία μας βοήθησε να μάθουμε αρκετά για την ποικιλία αυτήν. Συμφωνήσαμε όλοι μας πως το Ρίσλιγκ είναι σίγουρα μία πολυδύναμη ποικιλία και αν οι Γερμανοί κυρίως παραγωγοί της βάλουν μία τάξη στα υπερβολικά συνήθως θειώδη των κρασιών τους θα ανέβει ακόμη ψηλότερα στο παγκόσμιο οινικό στερέωμα.

Η όλη δοκιμή έγινε συνοδεία κατάλληλων μεζέδων ενώ αμέσως μετά το τέλος της ακολούθησε ψήσε φάε όπου μαζί με τα κρεατικά τιμήθηκε το Ξινόμαυρο. Συνολικά ανοίχτηκαν εικοσιτρείς φιάλες και ένα Μάγκνουμ πνίγοντας την ημέρα μας στο κρασί!
      


Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Το ξινόμαυρο και τα ξαδελφάκια του με τα μάτια κλειστά. (vol.2)

Η δοκιμή κράτησε συνολικά γύρω στις τέσσερις ώρες. Στο πρώτο μέρος αυτής, τα κρασιά συνοδεύονταν από μία πιατέλα τυριών και αλλαντικών ώστε να ισορροπούν την γεύση στο στόμα μας αλλά και να μας βοηθούν να κάνουμε υπομονή έως ότου τελειώσουμε τις δοκιμές και περάσουμε στο δείπνο που μας είχε ετοιμάσει ο τρισμέγιστος σεφ της παρέας. Παρόλα αυτά η ιδέα και μόνο πως μας περίμεναν λαχταριστά λαζάνια με κιμά και μοσχαράκι Bourguignon έκανε μερικούς να μην αντέξουν την αναμονή. Έτσι από την μέση περίπου της γευσιγνωσίας τα κρασιά που δοκιμάζαμε συνοδεύονταν από κανονικές μερίδες φαγητού.

Συνεχίζοντας την γευσιγνωσία, είχαμε φτάσει στο όγδοο κρασί και τα ποτήρια μας γέμισαν με κάτι πολύ όμορφο αρωματικά. Ένα κρασί με πολύπλοκη αλλά καθαρή μύτη, άψογα ισορροπημένο στόμα και υπέροχο τελείωμα με διάρκεια. Ήταν ένα Maranges 2005 από το Domaine Chevrot. 

Ο Pablo Chevrot καλλιεργεί Pinot Noir σε βιοδυναμική καλλιέργεια στο νότιο τμήμα της Cote de Beaune στο χωριό Maranges. To συγκεκριμένο χωριό δεν έχει την αίγλη που έχουν άλλες περιοχές της Βουργουνδίας, παράγει όμως πολύ καλά, τίμια κρασιά σε λογικές τιμές και είναι μία πολύ καλή εναλλακτική για όσων η τσέπη δε σηκώνει Βουργουνδίες από την Cote d'or.

Λίγο πριν συμπληρώσουμε μία δεκάδα κρασιών ήρθε ένα από τα καλύτερα της βραδιάς.
Με εξαιρετικό αρωματικό μπουκέτο, φοβερή οξύτητα και τανίνες τόσο φίνες που δίναν την αίσθηση πως το κρασί γλιστρούσε απαλά στο στόμα ήταν μία Νάουσα Διαμαντάκου του 2006. Εκπλαγήκαμε κάπως όταν μάθαμε την χρονιά γιατί όλοι το υπολογίζαμε τουλάχιστον τέσσερα χρόνια παλαιότερο. Ήταν όμως αποτέλεσμα μίας δύσκολης χρονιάς όπως το 2006 και ήταν κοντά στην ακμή του παρόλο που μετρούσε μόλις λίγα χρόνια ζωής. Το αν αυτό είναι καλό ή κακό σηκώνει μεγάλη κουβέντα αλλά αυτό που μας έμεινε είναι πως το κρασί αυτό, την στιγμή που το δοκιμάζαμε, κατάφερε να μας ευχαριστήσει και με το παραπάνω .

Το νούμερο δέκα ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό. Με αρώματα λιαστής ντομάτας αλλά και γλυκύτερα όπως το γλυκό κεράσι έδειχνε πως ήταν ένα παλιό Ξινόμαυρο που έχει παλαιώσει αργά και σταθερά σε κάποιο ήσυχο και δροσερό υπόγειο. Στο στόμα, η οξύτητα και οι τανίνες είχαν βυθιστεί σε ένα πολύ χυμώδες, μεδουλάτο σύνολο που έρεε απαλά στο στόμα αφήνοντας εξαιρετική επίγευση.
Ήταν ένας Πήγασος Μαρκοβίτη του 1986! Πολύ μεγάλη έκπληξη για όλους γιατί κανένας δεν αντιλήφθηκε πως το κρασί αυτό ήταν τόσο μεγάλης ηλικίας. Η συντήρηση του έγινε στο χώρο παραγωγής του και δεν είχε ίχνος γύρανσης.
Περίτρανη απόδειξη πως το καλό Ξινόμαυρο δεν μασάει από παλαίωση! Σίγουρα μία πολύ μεγάλη γευστική εμπειρία για όλους μας. Πόσο μάλλον για κάποιον που έχει γεννηθεί το 1986 -όπως εγώ καλή ώρα- και μια ζωή του έλεγαν πως το 1986 είναι πολύ μέτρια χρονιά και δεν υπάρχει τίποτα μεγάλο από αυτό το έτος!

Το αμέσως επόμενο κρασί ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση της βραδιάς. Οξειδωμένο, με τσαλακωμένη μύτη, άδειο στόμα, άγριες τανίνες και ξεκομμένη επιθετική οξύτητα. Πέσαμε από τα σύννεφα όταν είδαμε για ποιο κρασί πρόκειται. Ήταν μία Νάουσα του 2008 και τα σχόλια όλων μας ήταν τόσο άσχημα που δεν μπορώ να αναφέρω για ποια ετικέτα μιλάμε αφού στο παρελθόν το ίδιο κρασί μας είχε χαρίσει μεγάλες συγκινήσεις.

Τα δύο τελευταία κινήθηκαν σε μέτρια επίπεδα.
Το ένα ήταν ένα κρασί που έδειχνε να έχει επηρεαστεί πολύ από τον χρόνο, ελαφρώς πικρό και με μία ελαφρά οξείδωση.
Ήταν ένα Pommard 2002 του Vaudoisey του οποίου ο φελλός είχε μουσκέψει ολόκληρος και σίγουρα αδικείται από το γεγονός αυτό.

Το τελευταίο της βραδιάς ήταν λίγο άστατο, με ζωικό χαρακτήρα και ένα ελαφρύ τανικό πίκρισμα. Ήταν ένας Πήγασος 2007 του Μαρκοβίτη που χρειάζεται ακόμη χρόνο ώστε να εναρμονιστεί ως σύνολο και να μαλακώσουν οι νεαρές ακόμη τανίνες του.

Εκτός συναγωνισμού, φανερά δηλαδή, δοκιμάσαμε και μία Νάουσα 1985 του Βαένι σε συσκευασία 375cl η οποία όμως είχε πεθάνει από καιρό και δεν μπορούσε να κριθεί σε καμία περίπτωση.

Κλείσαμε την βραδιά ξαναπίνοντας όλα τα κρασιά ένα ένα σε περίπτωση που θα χρειαζόταν να ανθεωρήσουμε κάτι και απολαμβάνοντας αυτά που μας είχαν αρέσει περισσότερο.
Οι τυφλές δοκιμές είναι πάντα μία πολύ καλή εμπειρία. Βλέπεις σε τι γευσιγνωστικό επίπεδο βρίσκεσαι, συναντάς εκπλήξεις, καταρρίπτεις μύθους που βασίζονται σε προκαταλήψεις αλλά και ρισκάρεις να απογοητευτείς βαθύτατα.

Δύο βδομάδες μετά ακολούθησε μία ακόμη τυφλή δοκιμή με το ίδιο θέμα...

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Το ξινόμαυρο και τα ξαδελφάκια του με τα μάτια κλειστά. (vol.1)

Το καλοκαίρι έχει αρχίσει να πλησιάζει επικίνδυνα και για έναν Ξινομαυράκια οι ζεστοί μήνες είναι ένας εφιάλτης.
Μερικές φορές είναι βέβαια και η αφορμή για μία καλοκαιρινή ορεινή εξόρμηση. Τι καλύτερο από το να πάρεις μία παρέα φίλων, ένα κιβώτιο Νάουσες, τους κατάλληλους μεζέδες και να ανέβεις για μία διανυκτέρευση στο κοντινότερο βουνό!
Αυτά όμως το καλοκαίρι. Όσο ο καιρός τραβάει ακόμη κόκκινα εμείς δε χάνουμε ευκαιρίες και γι'αυτό οργανώσαμε με τους συνήθεις ύποπτους μία τυφλή δοκιμή Ξινόμαυρο, Pinot Noir, Nebbiolo σε φιλικό σπίτι στη Θεσσαλονίκη.
Ο μόνος περιορισμός ήτανε το κρασί να είναι Νάουσα, Πιεμόντε ή Βουργουνδία. Η κύρια δηλαδή ζώνη παραγωγής της κάθε ποικιλίας. Η χρονιά, ο παραγωγός και οι η υποπεριοχές ήταν κατά βούληση.

Ξεκινήσαμε με ένα κόκκινο που έμοιαζε να είναι ηλικίας 6-7 χρονών, με ελαφρά ζωικό άρωμα και με πολύ καλή ποιότητα τανινών. Ήταν ο Πήγασος 2003 του Μαρκοβίτη. Βελτιωμένος αισθητά από προηγούμενες φορές που τον είχαμε δοκιμάσει είχε τώρα μετατραπεί σε ένα εξαιρετικά φινετσάτο κόκκινο και ήταν η πρώτη έκπληξη της βραδιάς.

Το δεύτερο κρασί της σειράς ήταν πιο θερμό αρωματικά, με εντονότερο αλκοόλ. Στο στόμα ήταν εμφανές πως είχαν γίνει μακρύτερες εκχυλίσεις από το πρώτο και το σταφύλι είχε πιεστεί να βγάλει κάποιες λιγότερο ευχάριστες, σχετικά πικρές τανίνες. Ήταν ένα Barbaresco 2005 του Palissero. Πολύ νεαρό ακόμη, χρειάζονταν αρκετό χρόνο ώστε να μαλακώσουν οι τανίνες του και να τιθασευτεί αρωματικά. Το μέλλον δικό του!

Το επόμενο ήταν κάπως πιο απαλό αρωματικά ενώ στην συνέχεια έκλεισε λίγο και έγινε πιο ντροπαλό απέναντι μας. Η οξύτητά του ήταν κάπως ανισόρροπη και οι τανίνες άφηναν ένα στεγνό τελείωμα, όχι και τόσο ευχάριστο. Ήταν ένα Barolo 2004 του Elio Altare. Και αυτό σχετικά νεαρό αλλά όπως και να 'χει κάτω των προσδοκιών για έναν τόσο διάσημο παραγωγό.

Το νούμερο τέσσερα έβγαζε αρχικά μία οξείδωση στη μύτη αλλά στην συνέχεια το φρούτο έβγαινε πολύ καλύτερα. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ αφού η οξείδωση ξαναπήρε τα πάνω της μετά από λίγη ώρα και κούραζε πολύ. Το στόμα είχε αδειάσει από καιρό και η οξύτητα είχε μείνει μόνη και ξεκομμένη από το σύνολο. Μιλούσαμε σίγουρα για κάτι αρκετά παλιό και δεν πέσαμε έξω. Ήταν ένα Γιαννακοχώρι Κυρ Γιάννη του 1996 που μάλλον δε είχε περάσει την καλύτερη "εφηβεία" και ήταν αρκετά ταλαιπωρημένο από μεταφορές και κακή συντήρηση.

Το αμέσως επόμενο ήταν βαριά αναγωγικό και το αφήσαμε στο πλάι για αργότερα. Στο τέλος είχε ανοίξει κάπως αλλά το καουτσούκ δεν έλεγε να μας απαλλάξει από την παρουσία του. Ήταν ένα Gevrey Chambertin 2001 του Trapet και ήταν μάλλον από τις μεγάλες απογοητεύσεις της βραδιάς.

Το έκτο κρασί ήταν μία μικρή παραφωνία αφού κάποιος είχε την φαεινή ιδέα να βάλει ένα Μερλό ανάμεσά μας. Τελικά το αμάρτημα συγχωρήθηκε γιατί το Merlot 2001 του κυρ-Γιάννη έβγαζε μία όχι τόσο επιθυμιτή αίσθηση σαπουνιού αρχικά στην μύτη αλλά γρήγορα γυρνούσε σε τελείως διαφορετικά αρώματα μπαχαρικών και καφέ. Στο στόμα η οξύτητα έδενε πολύ καλά με τις τανίνες και ταίριαζε άψογα με τους μεζέδες που το συνόδευαν. Η σειρά μονοποικιλιακών του Κυρ Γιάννη ήταν μία σειρά εντυπωσιακών κρασιών με χαρακτήρα που δυστυχώς υπήρξε μόνο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και στην συνέχεια καταργήθηκε. Βέβαια ακόμη και στην κλασσική γκάμα, την χρονιά 2000 και 2001 όλη η οινοποιητική ομάδα του κυρ-Γιάννη φαίνεται να ήταν στα φόρτε της αφού όλα τα κρασιά του κτήματος που παράχθηκαν τότε είναι εξαιρετικά.

Το έβδομο της σειράς έδειχνε να είναι νεαρό λόγω της ζωηράδας των τανινών του αλλά οι ζωικές νότες στη μύτη μπέρδευαν λίγο την κατάσταση. Ταυτόχρονα είχε και μία ελαφρά πτητική οξύτητα που απλά το έκανε πιο εκφραστικό. Ήταν ένας Πήγασος Μαρκοβίτη 2008 που δείχνει πως έχει δρόμο μπροστά του και η εξέλιξη του θα έχει πολύ ενδιαφέρον. Η πολιτική του κτήματος είναι να κυκλοφορεί στο εμπόριο παλαιότερες σοδειές παλαιωμένες στο οινοποιείο και το να δοκιμάσει κανείς έναν τόσο νεαρό "Πήγασο" είναι κάτι αρκετά σπάνιο.

Να σημειώσω εδώ πως το σύνολο τον δοκιμών έγινε χωρίς να έχουμε ιδέα για το τι έχουμε δοκιμάσει και οι φιάλες αποκαλύφθηκαν αφού είχαμε ολοκληρώσει την δοκιμή και των τριών κρασιών.
Τα κρασιά δοκιμάζονταν με συνοδεία τυριών και αλλαντικών. Θεωρούμε πως δεν έχει νόημα να τα δοκιμάσουμε σκέτα γιατί όταν τα καταναλώνουμε το κάνουμε πάντα συνοδεία μεζέδων.
Επίσης, όλοι οι παρευρισκόμενοι θεωρούμε πως ο καλύτερος τρόπος για να κρίνεις ένα κρασί είναι να τους δώσεις πολύ χρόνο, να χαλαρώσεις και να το δοκιμάσεις ξανά και ξανά μέχρι να σχηματίσεις την τελική σου γνώμη.
Έτσι στο τέλος των δοκιμών και αφού τα μπουκάλια αποκαλυφθούν ξαναδοκιμάζουμε τις περισσότερες φιάλες και ειδικά αυτές που δεν μας άρεσαν για να μειώσουμε την πιθανότητα να έχουμε αδικήσει κάποιο από αυτά λόγω βιασύνης ή λογω κάποιας παραμέτρου που παραλείψαμε.

Η πρώτη επτάδα είχε πάει αρκετά καλά. Είχε περισσότερες εκπλήξεις απ'ότι απογοητεύσεις και η συνέχεια αναμένονταν συναρπαστική. Μέσα στα κρασιά που θα ακολουθούσαν μας περίμεναν δύο ακόμη εκπλήξεις αλλά και δύο πολύ κατώτερα των προδιαγραφών.
Η συνέχεια εντός λίγων ημερών...


Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Capichera 2009

Λευκό φρουτώδες και ξηρό ήταν η παραγγελιά του φίλου και πήγα αμέσως στο κελάρι για να διαλέξω το λευκό που θα πρωταγωνιστούσε στην απογευματινή μας κρασοκατάνυξη. Έπιασα μία διάφανη φιάλη με λευκή ετικέτα που υπέθετα πως θα τηρεί τις προδιαγραφές και την έφερα στο τραπέζι προς σφαγήν. Οι διάφανες φιάλες δε μου γεμίζουν το μάτι και σπάνια βρίσκει κανείς σπουδαία ξηρά κρασιά σε τέτοιου είδους φιάλες. Ως γνωστών όμως δεν είναι σωστό να κρίνουμε κανέναν και τίποτα από την εξωτερική εμφάνιση και το περιεχόμενο ήρθε να μας διαψεύσει.
Πολύπλοκη μύτη, με αρωματικό μπουκέτο που αρχικά έδινε θερμή αίσθηση με αρώματα μπανάνας και ανθέων αλλά στην συνέχεια αποκαλύπτει ένα πιο δροσερό,μεταλλικό χαρακτήρα με αρώματα αγριοβοτάνων που σπάνια συναντάει κανείς σε κρασί μεγάλης παραγωγής. Παρά τον εκρηκτικό και πολυδιάστατο χαρακτήρα της η μύτη παραμένει ευχάριστη και εξελίσσεται συνεχώς χωρίς να κουράζει.
Στο στόμα καταφέρνει να δίνει γεμάτη αίσθηση χωρίς να βαραίνει αφού η πολύ καλή οξύτητά του το ισορροπεί και το κάνει δροσερό και ευχάριστο.

Συνοπτικά, η Capichera είναι ένα κρασί από 100% Vermentino και παράγεται από την ομώνυμη οινοποιία της Σαρδηνίας, κυκλοφορεί γύρω στις 90.000 φιάλες και καταρρίπτει το μύθο που λέει πως τα κρασιά μεγάλης παραγωγής δεν μπορούν να έχουν το δικό τους χαρακτήρα.


Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Επιτέλους Syrah!

Με την επιστροφή μου στην Ελλάδα ήταν δεδομένο πως θα είχα δύσκολη πρόσβαση σε καλές Syrah όπως αυτές του Βορείου Ροδανού. Καλοί οι μεγάλοι negociants αλλά ακριβοί στην χώρα μας και στερούμενοι της μαγείας που κρύβει η Syrah ενός μικρού παραγωγού που ψήνεται στον ήλιο σκάβοντας ολημερίς τις απότομες πλαγιές του Cornas και του Côte Rôtie.

Πάνω λοιπόν που είχα αρχίσει να νοσταλγώ τις βόλτες μου στο Ροδανό και το περπάτημα στους θρυμματισμένους γρανίτες του Hermitage ήρθε ένα πρωινό στην Αθήνα μία εντεκάχρονη Syrah να γεμίσει το κενό που ένιωθα!
Το Côte Rôtie 1999 του Bernard Burgaud, ενός παραγωγού με σαράντα στρέμματα, βρέθηκε στο δρόμο μου απρόσμενα και μου θύμισε γιατί γουστάρω τόσο πολύ αυτήν την ποικιλία αλλά και γιατί ξενερώνω απίστευτα όταν μου πλασάρουν κάτι παχιές, νεοκοσμίτικες αηδίες για μεγάλα Syrah.

Παρά την ηλικία του, κρατούσε το φρούτο του στο οποίο είχαν ενσωματωθεί ιδανικά ζωικές νύξεις. Μετά από λίγη ώρα, όλο αυτό, μετατρέπονταν σε αρώματα ελιάς μαζί με κάποια αρώματα βοτανικού χαρακτήρα που το καθιστούσαν ιδιαίτερα πολύπλοκο.
Το στόμα το χαρακτήριζε αρμονία και ήταν ακόμη αρκετά δυναμικό τανικά ώστε να μπορέσει να πάει πέντε-έξι χρονάκια ακόμη. Ούτως ή άλλως όμως την στιγμή που το ανοίξαμε, πίνονταν τόσο εύκολα που αν και ήταν μόνο δώδεκα το μεσημέρι, τρία άτομα αδειάσαμε την φιάλη στο άψε σβήσε!

Το ήπιαμε με δύο καινούριους φίλους και χάρηκα πάρα πολύ που γνώρισα δύο άτομα που ξέρουν να διακρίνουν αυτό που πραγματικά αξίζει και είναι παθιασμένοι με αυτό που κάνουν!

Και εις άλλα με υγεία...

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Rully Premier Cru Les Pucelles 2008 Domaine Jacquesson

Μεταξύ των είκοσι περίπου φιαλών που ανοίξαμε στα εστιατόρια της Γαλλίας ίσως το καλύτερο να ήταν το 1er Cru "Les Pucelles" 2008 από το Domaine Jacqueson.
Ήταν το πρώτο κρασί που παραγγείλαμε -εις διπλούν μάλιστα- στην Hostellerie de Levernois και ήταν μία έκπληξη για όλους μας.
Είχα δοκιμάσει το Cru αυτό από άλλους παραγωγούς και είχα ακουστά τον Paul Jacqueson -που δεν έχει καμία σχέση με τον Jacquesson τις καμπανίας- και γι'αυτό περίμενα πως θα πίναμε κρασί υψηλής ποιότητας. Το συγκεκριμένο Chardonnay όμως ξεπέρασε κάθε μου προσδοκία.

Αρχικά δοκιμάζονταν λίγο αναγωγικό αλλά γρήγορα η καράφα το βοήθησε να βγάλει τον πραγματικό του χαρακτήρα: εσπεριδοειδή, τσάι, νότες μελιού και μία ελαφρά ορυκτότητα συνέθεταν ένα υπέροχο μπουκέτο στη μύτη.

Στο στόμα έμπαινε πολύ δυναμικά και συνέχιζε χαϊδεύοντας απαλά τον ουρανίσκο με την πλούσια γεύση του. Το βαρέλι ήταν επίσης παρόν αλλά πολύ καλά ενσωματωμένο στο σύνολο ενώ οι υπερβολικές οξύτητες της χρονιάς δε φαινόταν πουθενά. Η επίγευση ήταν τόσο λαχταριστή που σ'έκανε να μην θέλεις να σταματάς να πίνεις!

Η τιμή του ήταν γύρω στα σαράντα ευρώ και ήταν από τα φθηνότερα της λίστας. Να σημειώσω εδώ πως όταν λέω λίστα, στην Hostellerie de Levernois εννοούμε ολόκληρο βιβλίο που θυμίζει τόμο από εγκυκλοπαίδεια!


Ήρθαμε σε επικοινωνία με το Domaine Jacqueson αλλά μία επίσκεψη τόσο νότια όσο το Rully θα μας έβγαζε τελείως εκτός πλάνων. Όσον αφορά την διαθεσιμότητα, από το 2008 δεν είχε μείνει τίποτα, όλη η παραγωγή του 2009 είναι κλεισμένη από τώρα και αν θέλουμε να αγοράσουμε φιάλες πρέπει να κλείσουμε για το 2010 που θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 2012!

Μίλησε κανείς για πρόβλημα διάθεσης στην βουργουνδία;

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Κάτι σε Merlot-Cabernet έχετε;

"...Επίσης γνωρίζουμε ότι ακόμα, στα χωριά της περιοχής, η κατανάλωση κρασιού είναι πολύ παλαιή παράδοση, είπε ο ίδιος, τονίζοντας πως τα κρασιά που παράγονται εκεί είναι ποικιλίες merlot και cabernet sauvignon".

Δια
βάζω την γεμάτη ειρωνία αυτή πρόταση στο άρθρο για το "αρχαιότερο οινοποιείο του κόσμου στην Αρμενία" γελάω και βρίζω την παγκοσμιοποίηση. Ταυτόχρονα κάνω τις πρώτες σκέψεις για ένα κίνημα με την ονομασία "όχι άλλο Cabernet Sauvignon και Merlot, έχουμε μπουχτίσει". Στη συνέχεια σκέφτομαι την παραδειγμάτική τιμωρία του κάθε οινοποιού που θα τολμάει να βγάζει ένα ακόμη "υψηλής συμπύκνωσης με γεμάτο στόμα και πλούσιο άρωμα που ταιριάζει θαυμάσια με κρεατικά" Cabernet-Merlot, βάζοντας τον να αποστηθίζει όλες τις ετικέτες που κυκλοφορούν με αυτό το χαρμάνι και μία βουρδουλιά για κάθε μία που ξεχνάει!

Έλα όμως που το ίδιο μεσημέρι πάω και ανοίγω ένα Cabernet Sauvignon με Merlot. Και άντε το ανοίγω. Έλα όμως που είναι και κράσαρος!
Έντονη και ταυτόχρονα καθαρή μύτη με έντονο το βατόμουρο αλλά και πολύ όμορφες νότες βιολέτας, στόμα πλούσιο και γεμάτο και συγχρόνως δροσερό με πολύ καλή ισορροπία και ευχάριστο τελείωμα. Τελειώσαμε μία φιάλη σαν να ήταν νερό και νομίζω πως αυτό είναι η καλύτερη απόδειξη για το αν ένα κρασί αρέσει ή όχι. Επίσης, το γεγονός πως ο Juan Ramon Escoda, ο σπουδαίος Ισπανός οινολόγος που παράγει το κρασί αυτό, χρησιμοποιεί ελάχιστα έως καθόλου θειώδη και κανένα άλλο οινολογικό προϊόν, έχει ως αποτέλεσμα ένα ανάλαφρο κρασί που όσο και να πιεις νιώθεις σαν να είσαι ακόμη στο πρώτο ποτηράκι.



20% Cabernet Sauvignon και 80% Merlot σε βιοδυναμική καλλιέργεια έδωσαν το 2005 το κρασί αυτό που είναι μάλιστα και Ονομασίας προέλευσης της Καταλανικής περιοχής με το όνομα Conca de Barbera.
Το όνομά Coll de Sabater σημαίνει στα Καταλανικά ο "αυχένας του τσαγκάρη" και πρόκειται για την ονομασία από κάποιο αμπελοτοπωνύμιο.

Μετά από αυτό σκέφτηκα πως σίγουρα θα δυσανασχετώ πολύ λιγότερο από δω και στο εξής βλέποντας κρασιά τέτοιων ποικιλιών στο τραπέζι.
Γι'αυτό στο καπάκι ανοίξαμε και ένα Cabernet Sauvignon από Έλληνα παραγωγό και μάλιστα ακριβούτσικο αφού η τιμή κάβας ήταν εικοσιτρία ευρώ.
Όπως το ανοίξαμε, το δοκιμάσαμε, ξενερώσαμε, το κλείσαμε και ανοίξαμε κάτι άλλο...




περισσότερες πληροφορίες για τον παραγωγό Juan Ramon Escoda και το Cellier Escoda-Sanahuja εδώ.