Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Το ξινόμαυρο και τα ξαδελφάκια του με τα μάτια κλειστά. (vol.2)

Η δοκιμή κράτησε συνολικά γύρω στις τέσσερις ώρες. Στο πρώτο μέρος αυτής, τα κρασιά συνοδεύονταν από μία πιατέλα τυριών και αλλαντικών ώστε να ισορροπούν την γεύση στο στόμα μας αλλά και να μας βοηθούν να κάνουμε υπομονή έως ότου τελειώσουμε τις δοκιμές και περάσουμε στο δείπνο που μας είχε ετοιμάσει ο τρισμέγιστος σεφ της παρέας. Παρόλα αυτά η ιδέα και μόνο πως μας περίμεναν λαχταριστά λαζάνια με κιμά και μοσχαράκι Bourguignon έκανε μερικούς να μην αντέξουν την αναμονή. Έτσι από την μέση περίπου της γευσιγνωσίας τα κρασιά που δοκιμάζαμε συνοδεύονταν από κανονικές μερίδες φαγητού.

Συνεχίζοντας την γευσιγνωσία, είχαμε φτάσει στο όγδοο κρασί και τα ποτήρια μας γέμισαν με κάτι πολύ όμορφο αρωματικά. Ένα κρασί με πολύπλοκη αλλά καθαρή μύτη, άψογα ισορροπημένο στόμα και υπέροχο τελείωμα με διάρκεια. Ήταν ένα Maranges 2005 από το Domaine Chevrot. 

Ο Pablo Chevrot καλλιεργεί Pinot Noir σε βιοδυναμική καλλιέργεια στο νότιο τμήμα της Cote de Beaune στο χωριό Maranges. To συγκεκριμένο χωριό δεν έχει την αίγλη που έχουν άλλες περιοχές της Βουργουνδίας, παράγει όμως πολύ καλά, τίμια κρασιά σε λογικές τιμές και είναι μία πολύ καλή εναλλακτική για όσων η τσέπη δε σηκώνει Βουργουνδίες από την Cote d'or.

Λίγο πριν συμπληρώσουμε μία δεκάδα κρασιών ήρθε ένα από τα καλύτερα της βραδιάς.
Με εξαιρετικό αρωματικό μπουκέτο, φοβερή οξύτητα και τανίνες τόσο φίνες που δίναν την αίσθηση πως το κρασί γλιστρούσε απαλά στο στόμα ήταν μία Νάουσα Διαμαντάκου του 2006. Εκπλαγήκαμε κάπως όταν μάθαμε την χρονιά γιατί όλοι το υπολογίζαμε τουλάχιστον τέσσερα χρόνια παλαιότερο. Ήταν όμως αποτέλεσμα μίας δύσκολης χρονιάς όπως το 2006 και ήταν κοντά στην ακμή του παρόλο που μετρούσε μόλις λίγα χρόνια ζωής. Το αν αυτό είναι καλό ή κακό σηκώνει μεγάλη κουβέντα αλλά αυτό που μας έμεινε είναι πως το κρασί αυτό, την στιγμή που το δοκιμάζαμε, κατάφερε να μας ευχαριστήσει και με το παραπάνω .

Το νούμερο δέκα ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό. Με αρώματα λιαστής ντομάτας αλλά και γλυκύτερα όπως το γλυκό κεράσι έδειχνε πως ήταν ένα παλιό Ξινόμαυρο που έχει παλαιώσει αργά και σταθερά σε κάποιο ήσυχο και δροσερό υπόγειο. Στο στόμα, η οξύτητα και οι τανίνες είχαν βυθιστεί σε ένα πολύ χυμώδες, μεδουλάτο σύνολο που έρεε απαλά στο στόμα αφήνοντας εξαιρετική επίγευση.
Ήταν ένας Πήγασος Μαρκοβίτη του 1986! Πολύ μεγάλη έκπληξη για όλους γιατί κανένας δεν αντιλήφθηκε πως το κρασί αυτό ήταν τόσο μεγάλης ηλικίας. Η συντήρηση του έγινε στο χώρο παραγωγής του και δεν είχε ίχνος γύρανσης.
Περίτρανη απόδειξη πως το καλό Ξινόμαυρο δεν μασάει από παλαίωση! Σίγουρα μία πολύ μεγάλη γευστική εμπειρία για όλους μας. Πόσο μάλλον για κάποιον που έχει γεννηθεί το 1986 -όπως εγώ καλή ώρα- και μια ζωή του έλεγαν πως το 1986 είναι πολύ μέτρια χρονιά και δεν υπάρχει τίποτα μεγάλο από αυτό το έτος!

Το αμέσως επόμενο κρασί ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση της βραδιάς. Οξειδωμένο, με τσαλακωμένη μύτη, άδειο στόμα, άγριες τανίνες και ξεκομμένη επιθετική οξύτητα. Πέσαμε από τα σύννεφα όταν είδαμε για ποιο κρασί πρόκειται. Ήταν μία Νάουσα του 2008 και τα σχόλια όλων μας ήταν τόσο άσχημα που δεν μπορώ να αναφέρω για ποια ετικέτα μιλάμε αφού στο παρελθόν το ίδιο κρασί μας είχε χαρίσει μεγάλες συγκινήσεις.

Τα δύο τελευταία κινήθηκαν σε μέτρια επίπεδα.
Το ένα ήταν ένα κρασί που έδειχνε να έχει επηρεαστεί πολύ από τον χρόνο, ελαφρώς πικρό και με μία ελαφρά οξείδωση.
Ήταν ένα Pommard 2002 του Vaudoisey του οποίου ο φελλός είχε μουσκέψει ολόκληρος και σίγουρα αδικείται από το γεγονός αυτό.

Το τελευταίο της βραδιάς ήταν λίγο άστατο, με ζωικό χαρακτήρα και ένα ελαφρύ τανικό πίκρισμα. Ήταν ένας Πήγασος 2007 του Μαρκοβίτη που χρειάζεται ακόμη χρόνο ώστε να εναρμονιστεί ως σύνολο και να μαλακώσουν οι νεαρές ακόμη τανίνες του.

Εκτός συναγωνισμού, φανερά δηλαδή, δοκιμάσαμε και μία Νάουσα 1985 του Βαένι σε συσκευασία 375cl η οποία όμως είχε πεθάνει από καιρό και δεν μπορούσε να κριθεί σε καμία περίπτωση.

Κλείσαμε την βραδιά ξαναπίνοντας όλα τα κρασιά ένα ένα σε περίπτωση που θα χρειαζόταν να ανθεωρήσουμε κάτι και απολαμβάνοντας αυτά που μας είχαν αρέσει περισσότερο.
Οι τυφλές δοκιμές είναι πάντα μία πολύ καλή εμπειρία. Βλέπεις σε τι γευσιγνωστικό επίπεδο βρίσκεσαι, συναντάς εκπλήξεις, καταρρίπτεις μύθους που βασίζονται σε προκαταλήψεις αλλά και ρισκάρεις να απογοητευτείς βαθύτατα.

Δύο βδομάδες μετά ακολούθησε μία ακόμη τυφλή δοκιμή με το ίδιο θέμα...

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Το ξινόμαυρο και τα ξαδελφάκια του με τα μάτια κλειστά. (vol.1)

Το καλοκαίρι έχει αρχίσει να πλησιάζει επικίνδυνα και για έναν Ξινομαυράκια οι ζεστοί μήνες είναι ένας εφιάλτης.
Μερικές φορές είναι βέβαια και η αφορμή για μία καλοκαιρινή ορεινή εξόρμηση. Τι καλύτερο από το να πάρεις μία παρέα φίλων, ένα κιβώτιο Νάουσες, τους κατάλληλους μεζέδες και να ανέβεις για μία διανυκτέρευση στο κοντινότερο βουνό!
Αυτά όμως το καλοκαίρι. Όσο ο καιρός τραβάει ακόμη κόκκινα εμείς δε χάνουμε ευκαιρίες και γι'αυτό οργανώσαμε με τους συνήθεις ύποπτους μία τυφλή δοκιμή Ξινόμαυρο, Pinot Noir, Nebbiolo σε φιλικό σπίτι στη Θεσσαλονίκη.
Ο μόνος περιορισμός ήτανε το κρασί να είναι Νάουσα, Πιεμόντε ή Βουργουνδία. Η κύρια δηλαδή ζώνη παραγωγής της κάθε ποικιλίας. Η χρονιά, ο παραγωγός και οι η υποπεριοχές ήταν κατά βούληση.

Ξεκινήσαμε με ένα κόκκινο που έμοιαζε να είναι ηλικίας 6-7 χρονών, με ελαφρά ζωικό άρωμα και με πολύ καλή ποιότητα τανινών. Ήταν ο Πήγασος 2003 του Μαρκοβίτη. Βελτιωμένος αισθητά από προηγούμενες φορές που τον είχαμε δοκιμάσει είχε τώρα μετατραπεί σε ένα εξαιρετικά φινετσάτο κόκκινο και ήταν η πρώτη έκπληξη της βραδιάς.

Το δεύτερο κρασί της σειράς ήταν πιο θερμό αρωματικά, με εντονότερο αλκοόλ. Στο στόμα ήταν εμφανές πως είχαν γίνει μακρύτερες εκχυλίσεις από το πρώτο και το σταφύλι είχε πιεστεί να βγάλει κάποιες λιγότερο ευχάριστες, σχετικά πικρές τανίνες. Ήταν ένα Barbaresco 2005 του Palissero. Πολύ νεαρό ακόμη, χρειάζονταν αρκετό χρόνο ώστε να μαλακώσουν οι τανίνες του και να τιθασευτεί αρωματικά. Το μέλλον δικό του!

Το επόμενο ήταν κάπως πιο απαλό αρωματικά ενώ στην συνέχεια έκλεισε λίγο και έγινε πιο ντροπαλό απέναντι μας. Η οξύτητά του ήταν κάπως ανισόρροπη και οι τανίνες άφηναν ένα στεγνό τελείωμα, όχι και τόσο ευχάριστο. Ήταν ένα Barolo 2004 του Elio Altare. Και αυτό σχετικά νεαρό αλλά όπως και να 'χει κάτω των προσδοκιών για έναν τόσο διάσημο παραγωγό.

Το νούμερο τέσσερα έβγαζε αρχικά μία οξείδωση στη μύτη αλλά στην συνέχεια το φρούτο έβγαινε πολύ καλύτερα. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ αφού η οξείδωση ξαναπήρε τα πάνω της μετά από λίγη ώρα και κούραζε πολύ. Το στόμα είχε αδειάσει από καιρό και η οξύτητα είχε μείνει μόνη και ξεκομμένη από το σύνολο. Μιλούσαμε σίγουρα για κάτι αρκετά παλιό και δεν πέσαμε έξω. Ήταν ένα Γιαννακοχώρι Κυρ Γιάννη του 1996 που μάλλον δε είχε περάσει την καλύτερη "εφηβεία" και ήταν αρκετά ταλαιπωρημένο από μεταφορές και κακή συντήρηση.

Το αμέσως επόμενο ήταν βαριά αναγωγικό και το αφήσαμε στο πλάι για αργότερα. Στο τέλος είχε ανοίξει κάπως αλλά το καουτσούκ δεν έλεγε να μας απαλλάξει από την παρουσία του. Ήταν ένα Gevrey Chambertin 2001 του Trapet και ήταν μάλλον από τις μεγάλες απογοητεύσεις της βραδιάς.

Το έκτο κρασί ήταν μία μικρή παραφωνία αφού κάποιος είχε την φαεινή ιδέα να βάλει ένα Μερλό ανάμεσά μας. Τελικά το αμάρτημα συγχωρήθηκε γιατί το Merlot 2001 του κυρ-Γιάννη έβγαζε μία όχι τόσο επιθυμιτή αίσθηση σαπουνιού αρχικά στην μύτη αλλά γρήγορα γυρνούσε σε τελείως διαφορετικά αρώματα μπαχαρικών και καφέ. Στο στόμα η οξύτητα έδενε πολύ καλά με τις τανίνες και ταίριαζε άψογα με τους μεζέδες που το συνόδευαν. Η σειρά μονοποικιλιακών του Κυρ Γιάννη ήταν μία σειρά εντυπωσιακών κρασιών με χαρακτήρα που δυστυχώς υπήρξε μόνο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα και στην συνέχεια καταργήθηκε. Βέβαια ακόμη και στην κλασσική γκάμα, την χρονιά 2000 και 2001 όλη η οινοποιητική ομάδα του κυρ-Γιάννη φαίνεται να ήταν στα φόρτε της αφού όλα τα κρασιά του κτήματος που παράχθηκαν τότε είναι εξαιρετικά.

Το έβδομο της σειράς έδειχνε να είναι νεαρό λόγω της ζωηράδας των τανινών του αλλά οι ζωικές νότες στη μύτη μπέρδευαν λίγο την κατάσταση. Ταυτόχρονα είχε και μία ελαφρά πτητική οξύτητα που απλά το έκανε πιο εκφραστικό. Ήταν ένας Πήγασος Μαρκοβίτη 2008 που δείχνει πως έχει δρόμο μπροστά του και η εξέλιξη του θα έχει πολύ ενδιαφέρον. Η πολιτική του κτήματος είναι να κυκλοφορεί στο εμπόριο παλαιότερες σοδειές παλαιωμένες στο οινοποιείο και το να δοκιμάσει κανείς έναν τόσο νεαρό "Πήγασο" είναι κάτι αρκετά σπάνιο.

Να σημειώσω εδώ πως το σύνολο τον δοκιμών έγινε χωρίς να έχουμε ιδέα για το τι έχουμε δοκιμάσει και οι φιάλες αποκαλύφθηκαν αφού είχαμε ολοκληρώσει την δοκιμή και των τριών κρασιών.
Τα κρασιά δοκιμάζονταν με συνοδεία τυριών και αλλαντικών. Θεωρούμε πως δεν έχει νόημα να τα δοκιμάσουμε σκέτα γιατί όταν τα καταναλώνουμε το κάνουμε πάντα συνοδεία μεζέδων.
Επίσης, όλοι οι παρευρισκόμενοι θεωρούμε πως ο καλύτερος τρόπος για να κρίνεις ένα κρασί είναι να τους δώσεις πολύ χρόνο, να χαλαρώσεις και να το δοκιμάσεις ξανά και ξανά μέχρι να σχηματίσεις την τελική σου γνώμη.
Έτσι στο τέλος των δοκιμών και αφού τα μπουκάλια αποκαλυφθούν ξαναδοκιμάζουμε τις περισσότερες φιάλες και ειδικά αυτές που δεν μας άρεσαν για να μειώσουμε την πιθανότητα να έχουμε αδικήσει κάποιο από αυτά λόγω βιασύνης ή λογω κάποιας παραμέτρου που παραλείψαμε.

Η πρώτη επτάδα είχε πάει αρκετά καλά. Είχε περισσότερες εκπλήξεις απ'ότι απογοητεύσεις και η συνέχεια αναμένονταν συναρπαστική. Μέσα στα κρασιά που θα ακολουθούσαν μας περίμεναν δύο ακόμη εκπλήξεις αλλά και δύο πολύ κατώτερα των προδιαγραφών.
Η συνέχεια εντός λίγων ημερών...


Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Capichera 2009

Λευκό φρουτώδες και ξηρό ήταν η παραγγελιά του φίλου και πήγα αμέσως στο κελάρι για να διαλέξω το λευκό που θα πρωταγωνιστούσε στην απογευματινή μας κρασοκατάνυξη. Έπιασα μία διάφανη φιάλη με λευκή ετικέτα που υπέθετα πως θα τηρεί τις προδιαγραφές και την έφερα στο τραπέζι προς σφαγήν. Οι διάφανες φιάλες δε μου γεμίζουν το μάτι και σπάνια βρίσκει κανείς σπουδαία ξηρά κρασιά σε τέτοιου είδους φιάλες. Ως γνωστών όμως δεν είναι σωστό να κρίνουμε κανέναν και τίποτα από την εξωτερική εμφάνιση και το περιεχόμενο ήρθε να μας διαψεύσει.
Πολύπλοκη μύτη, με αρωματικό μπουκέτο που αρχικά έδινε θερμή αίσθηση με αρώματα μπανάνας και ανθέων αλλά στην συνέχεια αποκαλύπτει ένα πιο δροσερό,μεταλλικό χαρακτήρα με αρώματα αγριοβοτάνων που σπάνια συναντάει κανείς σε κρασί μεγάλης παραγωγής. Παρά τον εκρηκτικό και πολυδιάστατο χαρακτήρα της η μύτη παραμένει ευχάριστη και εξελίσσεται συνεχώς χωρίς να κουράζει.
Στο στόμα καταφέρνει να δίνει γεμάτη αίσθηση χωρίς να βαραίνει αφού η πολύ καλή οξύτητά του το ισορροπεί και το κάνει δροσερό και ευχάριστο.

Συνοπτικά, η Capichera είναι ένα κρασί από 100% Vermentino και παράγεται από την ομώνυμη οινοποιία της Σαρδηνίας, κυκλοφορεί γύρω στις 90.000 φιάλες και καταρρίπτει το μύθο που λέει πως τα κρασιά μεγάλης παραγωγής δεν μπορούν να έχουν το δικό τους χαρακτήρα.