Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Γνωρίζοντας τα Ελληνικά διαμάντια vol.2

Στην τελευταία δοκιμή Ελληνικών κρασιών που είχαμε κάνει τον περασμένο Νοέμβριο (βλ. γνωρίζοντας τα Ελληνικά διαμάντια) άπαντες εντυπωσιάστηκαν από την ποιότητα και την ποικιλία στα στυλ των ελληνικών κρασιών. Όσοι απουσίαζαν τότε είτε γιατί ενσωματώθηκαν αργότερα στο γκρουπάκι δοκιμών είτε για διάφορους άλλους λόγους, άκουσαν πολύ καλά λόγια από αυτούς που συμμετείχαν και μου ζήτησαν να το επαναλάβουμε. Έτσι, χθες τρίτη, πέντε μόνο μέρες μετά την τελευταία δοκιμή (Millesimes master), βρεθήκαμε και πάλι γύρω από το γνωστό ξύλινο τραπέζι με ένα ποτήρι στο χέρι να αδειάζει και να ξαναγεμίζει συνεχώς με χρώματα,αρώματα και γεύσεις!
Η δοκιμή περιλάμβανε: τρία λευκά, έξι κόκκινα και ένα γλυκό, πέντε από τις αντιπροσωπευτικότερες περιοχές τις χώρας μας και καλή διάθεση από όλους!
Δυστυχώς όμως για διάφορους λόγους πέντε φίλοι δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν και έτυχε μάλιστα να είναι και από αυτούς που μέχρι τώρα είχαν ελάχιστη ή καθόλου εμπειρία από ελληνικά κρασιά. Ένα άλλο μείον ήταν η πιθανότητα μερικά από τα κρασιά να ήταν "κουρασμένα" λόγω του ότι 5 από αυτά τα έφερα μόλις πριν λίγες μέρες από το Παρίσι.
H Robola Gentilini 2006 ήταν ό,τι έπρεπε για το ξεκίνημα αφού δοκιμάζονταν πάρα πολύ καλά! Εγώ προσωπικά πρώτη φορά αισθάνθηκα, τα συνήθως διακριτικά αρώματα ροδάκινου και εξωτικών φρούτων της Ρομπόλας, τόσο έντονα και ταυτόχρονα καθαρά ενώ η ισορροπία στο στόμα ολοκλήρωνε την καλή του εικόνα. Αφήνοντας την Κεφαλλονιά και περνώντας για λίγο στην ηπειρωτική Ελλάδα πήγαμε στην Πελοπόννησο για να δοκιμάσουμε τα Δώρα Του Διονύσου του Παραπαρούση. Ένα λευκό από Ασύρτικο και Αθήρι με πολύ ιδιαίτερα λεμονάτα αρώματα και όμορφες βοτανικές νότες και στόμα άψογα ισορροπημένο με καλή διάρκεια. Δοκιμάζοντας λευκά δεν θα μπορούσαμε φυσικά να αφήσουμε απ' έξω την Σαντορίνη αφού παρά το γεγονός πως δοκιμάζουμε Σαντορίνες συχνά πυκνά, όλοι τις θεωρούν κορυφαία λευκά που δεν πρέπει να λείπουν από καμία δοκιμή ελληνικών κρασιών! Για την περίπτωση αυτή διάλεξα τον Πύργο 2004 του Χατζηδάκη γιατί ήμουν σίγουρος πως κανείς τους δεν είχε δοκιμάσει την συγκεκριμένη ετικέτα αφού κυκλοφορεί σε ελάχιστες φιάλες και παράγεται από ένα μικρό αμπελοτεμάχιο κοντά στο ομώνυμο χωριό. Ανοίγοντας το μου φάνηκε λίγο ύποπτο στην μύτη και σκέφτηκα πως ίσως θα έπρεπε να το περάσω από καράφα αλλά τελικά το άφησα ως είχε. Δοκιμάζοντας το, δύο ώρες μετά κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος. Κρασιά με τόσο μεγάλη δύναμη αν και λευκά χρειάζονται καράφα για να ..καλμάρουν λίγο και να γίνουν πιο ευχάριστα. Η μύτη ήταν τόσο εκρηκτική που θα λεγε κανείς πως είχαμε κλείσει στο μπουκάλι το ίδιο το ηφαίστειο! Η αλήθεια ήταν πως στην αρχή είχα υποψιαστεί αλλοίωση από Βρετανομύκητες αλλά όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια, είχα ξεγελαστεί από την έντονη μύτη του που σε πρώτη φάση έδινε μία περίεργη ζωώδη αίσθηση. Σε αντίθεση με τους "μπρετ" που δίνουν μία μυρωδιά όλο και πιο έντονη όσο περνάει η ώρα και έρχονται σε επαφή με το οξυγόνο, εδώ η μύτη άνοιγε και καθάριζε. Στο στόμα πάντως δεν χωρούσε καμία αμφιβολία πως είχαμε να κάνουμε με ένα μεγάλο κρασί που αναδείκνυε το τεράστιο δυναμικό του νησιού και της ποικιλίας με μία χαρακτηριστική αλμύρα που το έκανε να δονείται μεταξύ της γλώσσας και του ουρανίσκου! Η αλήθεια πάντως είναι πως το εκτιμήσαμε πολύ καλύτερα στο τέλος της γευσιγνωσίας δηλαδή πέντε ώρες μετά το άνοιγμά του και αφού είχε ανοίξει για τα καλά.
Ευχαριστημένοι από τα λευκά και την γενναιοδωρία τους απέναντί μας, περάσαμε στα κόκκινα με την ελπίδα πως θα μας κάνουν και αυτά την χάρη να δοκιμάζονται εξίσου καλά!
Όπως πάντα η αρχή έγινε με την πιο φινετσάτη και κομψή ελληνική ποικιλία που δεν είναι άλλη από το Ξινόμαυρο. Δοκιμάσαμε ένα Γη και Ουρανός του 2003 το οποίο όμως δεν ενθουσίασε και απογοήτευσε και εμένα που δεν το είχα ακόμη δοκιμάσει και είχα μεγάλες προσδοκίες από αυτό. Τελικά το πήρα μαζί μου σπίτι γιατί ήμουν πεπεισμένος πως δεν έφταιγε το ίδιο το κρασί αλλά οι συνθήκες και όπως συμβαίνει σχεδόν κάθε φορά σε τέτοιες περιπτώσεις είχα δίκιο. Αυτήν την στιγμή, δύο μέρες μετά το άνοιγμά του δοκιμάζεται πάρα πολύ καλά έχοντας μία εξαιρετική μύτη ώριμων φρούτων και στόμα με πολύ καλή οξύτητα που δείχνει ικανή να κρατήσει το κρασί αυτό αρκετά χρόνια ακόμη. Για πολλοστή φορά πάντως έκανα τις εξής παρατηρήσεις γύρω από την ποικιλία αυτήν:
- Στις περισσότερες περιπτώσεις η μύτη εξελίσσεται πιο γρήγορα από το στόμα
- Θέλει χρόνο! Είτε στο μπουκάλι προτού ανοιχτεί (παλαίωση) είτε στην καράφα αφού ανοιχτεί, το οξυγόνο είναι πολύ καλός σύμμαχος τις ποικιλίας αυτής!
Συνεχίζοντας ήθελα να δοκιμάσουμε κάτι που σπάνια οι Γάλλοι* έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν αλλά ακόμη και εγώ ο ίδιος δεν τυχαίνει να πίνω συχνά. Ένα κόκκινο 100% Νεγκόσκα που μόλις είχε εμφιαλωθεί. Δυστυχώς όμως για όλους μας το ταξίδι από Νάουσα - Αθήνα τρεις μέρες μετά την εμφιάλωση και λίγες μέρες μετά Παρίσι και από κει Βουργουνδία "σοκάρισαν" το νεαρό αυτό κρασί και δεν δοκιμάζονταν καθόλου καλά. Η μύτη του ήταν απελπιστικά κλειστή και η τανίνες του στεγνές και επιθετικές. Ας ελπίσουμε πως η δεύτερη φιάλη που έφερα μαζί μου θα έχει στρώσει όταν την δοκιμάσουμε και θα αφήσει την Νεγκόσκα να δείξει τον πραγματικό της εαυτό.
Αμέσως μετά όμως ήρθε η έκπληξη της βραδιάς! Μία Ο.Π.Α.Π. Σητεία του 2000 από την Κρήτη φτιαγμένη από 80% Λιάτικο και 20% Μαντηλαριά. Η άψογη φινέτσα του και η μεγάλη του διάρκεια κλέψανε την παράσταση και εξέπληξαν τους Γάλλους αποδεικνύοντας τους πως το δυναμικό των Ελληνικών ποικιλιών είναι ανεξάντλητο και ακόμη και λιγότερο γνωστές ποικιλίες μπορούν να παράγουν φανταστικά κρασιά!
Άλλη καινούργια εμπειρία της βραδιάς ένα κόκκινο από την Σαντορίνη και πιο συγκεκριμένα ένα Μαυροτράγανο. Με έναν παιχνιδιάρικο φρουτώδη χαρακτήρα στη μύτη θύμιζε την φρεσκάδα των Beaujolais αλλά στο στόμα με την οξύτητα του και την καλή δομή φανέρωνε ένα κρασί ποιο καλοστημένο και με πολύ καλές δυνατότητες εξέλιξης. Να σημειώσω εδώ ότι και αυτό είχε εμφιαλωθεί μερικές βδομάδες πριν και μόλις το είχα φέρει από το Παρίσι αλλά μετά από ένα τρίωρο στην καράφα ηρέμησε και ήρθε στα ..ίσα του!
Η Νεμέα για ακόμη μία φορά δεν μας έκανε την χάρη και ένα ελάττωμα στην φιάλη αλλοίωνε όλα της τα χαρακτηριστικά και έκανε αδύνατη την δοκιμή της. Τελικά δεν είναι γραφτό να δοκιμάσουμε Νεμέα αφού στην προηγούμενη δοκιμή δεν είχα καταφέρει να βρω και σε μία άλλη δοκιμή είχα πέσει και πάλι σε ελαττωματική φιάλη.
Τελειώσαμε τα κόκκινα με τον Οργίων 2006 του Σκλάβου, μία ξηρή Μαυροδάφνη την οποία είχα βάλει σε καράφα τέσσερις ώρες πριν την δοκιμάσουμε για να χάσει λίγο τον αναγωγικό της χαρακτήρα. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό και αναγκαστήκαμε να καταφύγουμε στην μέθοδο του χαλκού για να διώξουμε λίγο τα βαριά αναγωγικά αρώματα. Μετά από αυτό δοκιμάζονταν πολύ καλύτερα με το φρούτο να αρχίζει να κερδίζει σιγά σιγά την μύτη και το πολύ πλούσιο στόμα να εντυπωσιάζει.
Για το κλείσιμο της δοκιμής είχα κρατήσει τον, κατά την προσωπική μου άποψη, αδιαμφισβήτητο βασιλιά τον Ελληνικών γλυκών κρασιών, το Μοσχάτο Ρίου Πατρών 2005 του Παρπαρούση. Το απίστευτα καθαρό φρούτο του και η άριστη ισορροπία οξύτητας - γλυκύτητας χαρακτηρίζουν το νέκταρ αυτό που στην άφιλτρη εκδοχή που δοκιμάσαμε βγάζει μία ακόμη πιο αγνή έκφραση των πρωτογενών του αρωμάτων και το καθιστά μοναδικό!

Αφήνοντας της ηλιόλουστες Ελληνικές οινοπαραγωγικές περιοχές ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη πέμπτη όπου πρόκειτε να επιστρέψουμε στην Γαλλία και σε πιο συνηθισμένες για τους περισσότερους γεύσεις...



σημ.: Η φώτο από την Σητεία είναι δανεισμένη από το blog της οινοποιίας Οικονόμου.

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

The Millesimes Master!

Όπως κάθε πέμπτη έτσι και προχθές η βραδιά είχε δοκιμή κρασιών με την παρέα. Αυτήν την φορά είχαμε αποφασίσει να σταματήσουμε για λίγο τα πέρα δώθε στους διάφορους αμπελώνες του κόσμου και να τιμήσουμε την περιοχή που μας φιλοξενεί τα τελευταία χρόνια. Οργανώσαμε λοιπόν μία διπλή κάθετη δοκιμή της περιοχής γύρω από την Beaune και ταυτόχρονα έναν άτυπο διαγωνισμό μεταξύ μας για το ποιος θα ανακηρυχθεί Master of the Millesimes!
Το όλο στήσιμο είχε ως εξής: ένας από εμάς αναλάμβανε να στείλει στους υπόλοιπους οκτώ τις ομάδας μία χρονιά για τα λευκά και μία για τα κόκκινα. Ο ίδιος θα ερχόταν τελευταίος στο χώρο όπου κάνουμε τις δοκιμές για να μην γνωρίζει ποιαν φιάλη έχει φέρει ο καθένας. Το κάθε κρασί έπρεπε να είχε παραχθεί στην Côte de Beaune και να ανήκει σε οποιαδήποτε κατηγορία τιμής. Ο καθένας έφερνε τις δύο φιάλες που είχε πάρει σύμφωνα με το μέιλ που έλαβε με καλυμμένη την ετικέτα και βγαλμένη την τάπα το καψύλλιο και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να προδώσει κάποιο από τα χαρακτηριστικά της φιάλης.
Τα κρασιά δοκιμάζονταν σε τυχαία σειρά και ο κάθε ένας προσπαθούσε να βρει την χρονιά παραγωγής του κρασιού και κέρδιζε δέκα πόντους για κάθε σωστή απάντηση. Για τα κόκκινα δίνονταν και πέντε έξτρα πόντοι σε περίπτωση που κάποιος αναγνώριζε και την προέλευση του κρασιού (Pommard, Beaune,Volnay..).
Ξεκινώντας με τα λευκά για τους περισσότερους από εμάς υπήρχε μεγάλη δυσκολία να καταλάβουμε που βρισκόμασταν. Σπάνια δοκιμάζουμε λευκά από χρονιές παλαιότερες του 2003 και οι περισσότεροι δεν είμαστε αρκετά χρόνια στην περιοχή ώστε να τις θυμόμαστε από προσωπική εμπειρία. Το 2005 θα ξεχώριζε λογικά για την ισορροπημένη του δύναμη, το 2006 από τον αρωματικό του πλούτο και την οξύτητά του και το 2007 από την νεότητά του και εκεί ήταν που οι περισσότεροι από εμάς πέσαμε μέσα. Αυτός που τα πήγε πολύ καλά ήταν ο Αντουάν που δουλεύει στο Chassagne Montrachet σε domaine που ασχολείται αποκλειστικά με την παραγωγή λευκών και τα έχει φάει με το κουτάλι! Ειδικά τα παλαιότερα αφού το συγκεκριμένο domaine κατέχει σπουδαία cru και παράγει μεγάλα κρασιά που πίνονται πάντα μετά από μερικά χρόνια παλαίωσης.
Ούτε στα κόκκινα όμως τα πράγματα ήταν απλά. Το μεγάλο μπέρδεμα ήταν και πάλι στις χρονιές '99,'00,01 και '02 που έχουν αρκετά κοινά σημεία και οι περισσότεροι από εμάς διαφωνούσαμε μεταξύ μας για τα χαρακτηριστικά τις κάθε μίας από αυτές. Το 2003 ξεχώριζε για την δύναμή του και την πρόσθετη οξύτητα. Το 2004 ήταν αυτό που όλοι κατάφεραν να βρουν αφού είναι η χειρότερη χρονιά για την Βουργουνδία τα τελευταία χρόνια και με την πρώτη ..μυτιά καταλάβαινε κανείς περί τίνος πρόκειται. Το '05 χαρακτηρίζονταν από την δύναμή του ενώ το 2006 και το 2007 δεν έχουν ακόμη διαμορφώσει αναγνωρίσιμο χαρακτήρα και οι απόψεις διαφέρουν.
Έτσι τα σκορ όλων μας κυμάνθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα με τον γράφων να πιάνει 65 από τους 225 διαθέσιμους πόντους. Νικητής με 105 πόντους ο Αντουάν χάρη στην μεγάλη του εμπειρία με τα λευκά. Προς απογοήτευσή του όμως το βραβείο δεν ήταν κάποιο μεγάλο cru της περιοχής όπως περίμενε αλλά ένα πολύ όμορφο πλαστικό ξίφος στο οποίο αναγράφονταν "2009 Millesimes Master!" και ..ο σεβασμός όλων μας!