Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Σκέψεις - απόψεις

Κατά την προσωπική μου άποψη το να δοκιμάζει κανείς ένα κρασί είναι κάτι που χρειάζεται χρόνο, ηρεμία και καλή διάθεση. Το να το κρίνει κανείς απλά και μόνο στροβιλίζοντας το δυο-τρεις φορές στο ποτήρι του και βάζοντας το για λίγο στο στόμα του είναι κάτι άδικο.
Φανταστείτε πως γνωρίζετε έναν άνθρωπο, τον στριμώχνετε σ'έναν τοίχο και του κοπανάτε 2-3 ερωτήσεις στα γρήγορα. Μπορείτε να νιώσετε σίγουροι πως γνωρίσατε πραγματικά τoν άνθρωπο αυτόν;
Είναι όμως ένα κρασί το ίδιο πολύπλοκο με τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου;
Για μένα υπάρχουν δύο κατηγορίες κρασιών.
Η πρώτη είναι αυτά τα οποία έχουν ισοπεδωμένο χαρακτήρα και είναι τα λεγόμενα κρασιά γευσιγνωσίας. Κερδίζουν τον γευσιγνώστη άμεσα αλλά κουράζουν γρήγορα και δεν έχουν βάθος.
Η δεύτερη είναι τα κρασιά αυτά τα οποία έχουν γίνει με τόση φροντίδα ώστε όχι μόνο έχουν χαρακτήρα αλλά πάνω σε αυτά αντικατοπτρίζονται όλοι οι παράγοντες που συνέβαλαν στην παραγωγή τους.
Γίνεται λοιπόν εύκολα κατανοητό ποια είναι τα κρασιά αυτά που αδικούνται στις δοκιμές express τον αφηνιασμένων γευσιγνωστών που δοκιμάζουν δεκάδες κρασιών σε διάστημα λίγων ωρών.
Αλλά αυτοί είναι οι experts, αυτοί ξέρουν...
Αφήστε αυτούς να τρέχουν και εμείς κρατάμε την απόλαυση!

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

I vini di vignaioli Greci in Parma!*

Το πέρασμα μου από την Ιταλία συνέπεσε με την εκδήλωση Vini di Vignaioli στο Fornovo di Taro, ένα χωριό λίγο έξω από την Πάρμα. Εκεί, ο Γιώργος Ιωαννίδης της εταιρίας Oenos: Fruit, Pierre, Lumiere από το Παρίσι είχε προσκληθεί να αντιπροσωπεύσει κάποια Ελληνικά κρασιά που κρίθηκαν από τους διοργανωτές πως τηρούσαν τα κριτήρια της εκδήλωσης. Ήταν δηλαδή αρκετά αντιπροσωπευτικά του Terroir τους, είχαν παραχθεί με μεθόδους φιλικές προς το περιβάλλον, είχαν κάνει μίνιμουμ χρήση οινοποιητικών προϊόντων που ενδεχομένως να άλλαζαν την τυπικότητα του χαρακτήρα τους και το σημαντικότερο, προέρχονταν από μικρά οινοποιεία όπου ο οινοπαραγωγός είναι και αμπελουργός. Για μένα ήταν μία καλή ευκαιρία να δω τις αντιδράσεις τον Ιταλών οινοφίλων στα Ελληνικά κρασιά αλλά και να δοκιμάσω ποιοτικά κρασιά από όλη την Ιταλία.
Η επιλογή των κρασιών που παρουσιάσαμε είχε γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε κρασί να έχει διαφορετική ταυτότητα από τα υπόλοιπα και να κρατάμε ζωντανό το ενδιαφέρον όσων ερχόταν να δοκιμάσουν από την αρχή μέχρι το τέλος.
Η δοκιμή ξεκινούσε με τον μεταγειτνίων του σκλάβου. Από 100% Βοστιλίδι και ζυμώνοντας δύο μέρες με τα στέμφυλα προτού πατηθεί είχε ένα χαρακτηριστικό σκούρο κίτρινο χρώμα και πολύ ιδιαίτερα αρώματα καφέ, μελιού και αποξηραμένων φρούτων. Ιδανικό για να συνοδεύσει κανείς πιάτα με τυριά και αποξηραμένα φρούτα, κέρδιζε μόνο αυτούς που ήταν πραγματικά γνώστες αν και όλοι οι Ιταλοί έδειχναν μία ιδιαίτερη συμπάθεια για την Κεφαλλονιά λόγω ιστορίας.
Οι Σαντορίνες είναι το high-light κάθε παρουσίασης και είναι ένα σίγουρο χαρτί για να ενθουσιάσουμε ακόμη και τον δυσκολότερο γευσιγνώστη. Το νυχτέρι και το νυχτέρι reserve του Χαρίδημου Χατζηδάκη δεν δυσκολεύονταν να μεγέψουν όσους περνούσαν από το σταντ μας ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποιος δοκίμαζε και ενθουσιασμένος έτρεχε να βρει τους υπόλοιπους της παρέας του για να τους φέρει να δοκιμάσουν και αυτοί! Οινοποιημένα με πολύ τέχνη, έκρυβαν με μαεστρία το δυνατό τους αλκοόλ που ισορροπούσε άψογα με τις εξαιρετικές οξύτητες και την αξιοθαύμαστη μεταλλικότητα του ασύρτικου.
Τα κόκκινα έφτασαν λίγο κουρασμένα στην εκδήλωση γιατί για να έρθουν είχε χρειαστεί να κάνουν 1300 χιλιόμετρα με ένα παλιό Defender που τα ταρακούνησε για τα καλά! Το πρωί της πρώτης ημέρας δοκιμάζονταν πολύ δύσκολα, ανέκφραστα και άγρια στο στόμα. Γρήγορα όμως άρχισαν να αλλάζουν και μπορούσαμε να τα προτείνουμε χωρίς δισταγμό
Αλλαγή σκηνικού λοιπόν και από τα καυτά ηφαιστειογενή εδάφη της Σαντορίνης περνούσαμε στις καταπράσινες πλαγιές και τους πωρόλιθους της Ναόυσας. Ξεκινώντας με μία κλασσική Νάουσα όπως ο Παλιοκαλιάς του 2006 οι αναφορές στο Nebbiolo ήταν αναπόφευκτες. Ίσως λίγο λιγότερο στην μύτη απ'ότι στο στόμα όπου οι καλές οξύτητες, η φινέτσα και η καλή τανική δομή κάνουν κάποιον να πιστεύει πως οι δύο αυτές ποικιλίες είναι αδελφάκια!
Με το Γη και Ουρανός του 2007 που ακολουθούσε δείχναμε πως τα Ξινόμαυρα της Νάουσας μπορούν να παίξουν και σε διαφορετικές εκφράσεις εντυπωσιάζοντας το ίδιο. Χαρακτηριστική η στιγμή που ένας εκ της συντακτικής ομάδας του Ιταλικού οινικού περιοδικού Πόρτος μόλις έβαλε στο στόμα του το συγκεκριμένο κρασί άρχισε να φωνάζει "Μπράβο" επαναλαμβανόμενα και δυνατά στρέφοντας την προσοχή όλου του κόσμου στο σταντ μας!
Η ξηρή μαυροδάφνη του Σκλάβου, ο Οργίων του 2006 δηλαδή, δοκιμάζονταν λιγότερο καλά απ'ό,τι την είχα συνηθίσει αλλά ακόμη και έτσι κατάφερε να κερδίσει πολύ κόσμο. Με πλούσια φρουτώδη αρώματα και γεμάτο στόμα με ζουμερές τανίνες και μακριά επίγευση έδειχνε πως η Κεφαλονιά μπορεί άνετα να παράγει οίνους υψηλής ποιότητας και στα κόκκινα.

Η Σητεία 2000 του Οικονόμου από Λιάτικο και Μαντηλάρι είχε λίγο τα χρονάκια της σε σχέση με τα υπόλοιπα κόκκινα και είχε ζοριστεί τόσο πολύ με το ταξίδι που την πρώτη μέρα ήταν αδύνατο να την παρουσιάσουμε στην δοκιμή. Την επομένη όμως έστρωσε και είχαμε έτσι ένα ακόμη δυνατό χαρτί στα κόκκινα. Πολύπλοκη αλλά κομψή αρωματικά με άριστα ισορροπημένο στόμα και τανίνες που χάιδευαν το στόμα στο τελείωμά τους απέδειξε πως καμία γωνιά της χώρας μας δεν υστερεί σε ποιοτικά κρασιά.
Περνώντας στα γλυκά δεν θα μπορούσαμε να προτείνουμε κάτι άλλο από το αφιλτράριστο Μοσχάτο του 2005 του Παρπαρούση που μετά τους Γάλλους έκανε και τους Ιταλούς να παραμιλάνε!
Κλείναμε με το Vinsanto 2000 του Χατζηδάκη που με το ιδιαίτερο χρώμα του αλλά και τα χαρακτηριστικά αρώματα σταφύδας και άλλων αποξηραμένων φρούτων έκλεινε εντυπωσιακά τις δοκιμές στο σταντ των ελληνικών κρασιών.
Ως επί το πλείστον, οι παρευρισκόμενοι έμειναν έκπληκτοι από την ποιότητα των όσων δοκίμασαν αλλά και από την πλούσια αμπελοοινική κληρονομιά της Ελλάδος αφού δοκίμαζαν 8 διαφορετικές αυτόχθονες ποικιλίες από κάθε άκρο της
χώρας.
Εμείς, βγάλαμε χρήσιμα συμπεράσματα και είδαμε πως με τις κατάλληλες κινήσεις τα Ελληνικά κρασιά μπορούν να βρουν τον δρόμο τους ακ
όμη και στις πιο δύσκολες αγορές.




(*τα κρασιά των Ελλήνων αμπελουργών στην Πάρμα)

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Erbaluce Caluso DOC 2008

Σε μία βόλτα μου στο εμπορικό γαστρονομικό κέντρο "Eataly" στο Τορίνο με σκοπό να δοκιμάσω την πίτσα που θεωρείται η καλύτερη της βορείου Ιταλίας (!) έπεσα πάνω σε μία δοκιμή λευκού κρασιού από την περιοχή του Πιεμόντε. Έχοντας πλέον μάθει πάρα πολλά για τα τόσο φημισμένα του κόκκινα και έχοντας δοκιμάσει αρκετές διαφορετικές εκδοχές από Dolcetto, Barbera και Nabbiolo (και όχι μόνο...) είχε έρθει η ώρα να δω τι μπορούσαν να κάνουν στην περιοχή αυτήν και με τα λευκά! Η αλήθεια είναι πως ψιλοσνομπάρω λίγο τις γευστικές δοκιμές σε εμπορικά καταστήματα αλλά ένα εμπορικό που λειτουργεί με την συμβολή της slow food είναι σίγουρα μία ξεχωριστή περίπτωση.
Νότια του Τορίνο, δίπλα από την πόλη Piverone και σε γρανίτες της μεσοζωικής περιόδου η Cantina Sociale della Serra καλλιεργεί την αυτόχθονη ποικιλία Erbaluce και όπως συμβαίνει για πολλές από τις ποικιλίες τους, οι Ιταλοί υποστηρίζουν πως οι Ρωμαίοι την έφεραν εκεί από την Ελλάδα.
Δοκιμάσαμε την σοδειά του 2008 που ήταν πολύ εκφραστική αρωματικά θυμίζοντας έντονα πράσινο μήλο. Στο στόμα ο γρανίτης αλλά και η επιρροές τον ψυχρό ρευμάτων από τις πολύ κοντινές Άλπεις μεταφράζονταν σε έντονες οξύτητες. Τιθασεύονταν όμως από την στρογγυλάδα που έδινε η ζύμωση για δέκα μέρες με τα στέμφυλα και έφερναν έτσι ισορροπία στο όλο σύνολο.
Ένα απλό καθημερινό κρασί που συνοδεύει άνετα όμως κυρίως πιάτα και δείχνει πως το Πιεμόντε προσφέρει ποικιλία επιλογών στους οινόφιλους!
Αν δεν κάνω λάθος η τιμή στην κάβα είναι γύρω στα πέντε ευρώ και σίγουρα αξίζει τα λεφτά του.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

Λίγηρας - Chenin blanc

Ρίχνοντας μία ματιά σε περασμένα ποστ του μπλογκ διαπίστωσα πως σπάνια αναφέρομαι στην κοιλάδα του Λίγηρα και ένιωσα πως αδικό μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αμπελοοινικές περιοχές της Γαλλίας!
Ο Λίγηρας όπως και το Ρουσιγιόν αφού πρώτα βυθίστηκε σε μία βαθιά κρίση, επανήλθε δυναμικά χάρη σε μερικές ομάδες παραγωγών που με όπλο τις εναλλακτικές μορφές καλλιέργειας και τον σεβασμό στα terroir της περιοχής ανέτρεψαν τα δεδομένα.
Μία εμβληματική μορφή του Λίγηρα είναι ο Marc Angeli ο οποίος είναι ξακουστός για τις οικολογικές του ευαισθησίες και την αυτοδύναμη φάρμα του γνωστή ως ferme de la sansonniere. Αποκορύφωμα το ειδικά διαμορφωμένο τρακτέρ του που κινείται με λάδι από το φυτό Colza που παράγει ο ίδιος και κάθε φορά που λειτουργεί δεν εκπέμπει καυσαέρια παρά μόνο μία ελαφρά τηγανίλα!
Πριν λίγες μέρες σε μία από τις πολλές βραδυνές κρασοκατανύξεις του τρύγου, ανοίξαμε μία φιάλη magnum του Stephan Bernaudeau, δεξί χέρι του Marc Angeli ο οποίος εδώ και χρόνια παράγει κρασιά με δική του ετικέτα. Φτιαγμένη από 80% Chenin Blanc και 20% Verdelot από κλήματα 100 περίπου χρονών φυτεμένα σε σχιστολιθικά εδάφη η cuvée "Les Nourrissons 2004" είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή!
Στη μύτη οι αρχικές νότες οξείδωσης χάθηκαν γρήγορα και μετατράπηκαν σε αρώματα πράσινου τσαγιού και άλλων βοτάνων σε συνδυασμό με αρώματα εσπεριδοειδών με κυρίαρχο το γκρεϊπ φρούιτ. Την επόμενη μέρα που το ξαναδοκιμάσαμε (μιας και είχαμε ανοίξει και δεύτερη φιάλη magnum!) το αρωματικό αυτό μπουκέτο συμπληρώνονταν με αρώματα μελιού που δεν είχαμε εντοπίσει την πρώτη μέρα και το έκαναν ακόμη πιο ευχάριστο. Στο στόμα υπέροχη φρεσκάδα που "φωτογράφιζε" το τερουάρ του Anjou και τελείωμα με πολύ μεγάλη διάρκεια.
Μου θύμισε αρκετά το Anjou του Richard Leroy που είχαμε ανοίξει στις αρχές του καλοκαιριού στην Νάουσα και έβγαζε τα ίδια ακριβώς βοτανικά αρώματα με νύξεις εσπερειδοειδών.

Δεν πάει καιρός όμως που είχαμε πιει και ένα άλλο πολύ μεγάλο Chenin από το Saumur αυτήν την φορά και φτιαγμένο από τον Antoine Foucault το 2006 και αδειάσαμε το μπουκάλι χωρίς να το καταλάβουμε στην προσπάθειά μας να περιγράψουμε ένα ένα όλα όσα μας έφερνε στο μυαλό το συγκεκριμένο κρασί!

Συμπέρασμα;
Το Chenin είναι σπουδαία ποικιλία και ο Λίγηρας έχει μεγάλα τερουάρ και παραγωγούς που κατέχουν καλά τα περί οίνου και ξέρουν να κάνουν θαύματα!

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

Romanissa 2003

Δουλεύοντας στο Latour de France πεταγόμαστε συχνά μέχρι το σχετικά κοντινό χωριό Calce. Ένα χωριό γεμάτο καλούς οινοπαραγωγούς και κάποια από τα μεγαλύτερα terroir της νότιας Γαλλίας. Κάθε φορά που ανεβαίνουμε υποτίθεται πως πάμε για δουλειά αλλά πάντα καταφέρνουμε να "σκαλώσουμε" κάπου και όλο και βρέχουμε από λίγο το λαρύγγι μας με το "ποτό που θρέφει το πνεύμα".

Κάπως έτσι και την περασμένη παρασκευή σκαλώσαμε και στο Domaine Matassa του Νεοζηλανδού Tom Lubbe. Προτού το καταλάβουμε η δεύτερη παρτίδα κρέατα έβγαινε από την σχάρα και ένας ακόμη φελλός ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την φιάλη με την οποία συζούσε τα τελευταία έξι χρόνια! Μία φιάλη Romanissa 2003 που μέσα της είχε ενηλικιωθεί ο χυμός σταφυλιών που ωρίμασαν με την βοήθεια βιοδυναμικής καλλιέργειας και οινοποιήθηκαν με προσθήκη ελάχιστου θείου και σχεδόν καθόλου οινολογικών ουσιών. Φτιαγμένη από 70% Grenache, 15% Carignan, λίγη Mourvedre και ελάχιστο Cabernet Sauvignon η κομψή αυτή κυρία είναι μέχρι στιγμής ότι καλύτερο έχω δοκιμάσει από την μέρα που έφτασα εδώ πέρα!

Καθαρή μύτη που θύμιζε μούρα και άγρια βατόμουρα αλλά και με μία τάση προς πιο ζωικά αρώματα που χάνονταν όμως γρήγορα. Στο στόμα ζουμερό, ισορροπημένο, πολύ καλοδουλεμένες τανίνες και εξαιρετικό τελείωμα. Όσο περνούσε η ώρα τα αρώματα που μου περνούσαν από το μυαλό πλήθαιναν και φανέρωναν πως πρόκειται για ένα κρασί με βάθος. Χαρακτηριστικές επίσης οι νότες θυμαριού που εναρμόνιζαν απόλυτα το κρασί με το τοπίο γύρω μας!

Δεν μου αρέσει να κάνω διαφήμιση αλλά νομίζω πως τα κρασιά του οινοποιείου εισάγονται στην Ελλάδα και αξίζει με το παραπάνω τον κόπο να τα ψάξει κανείς!



Η φώτο είναι από το σάιτ insolite import.com

Τετάρτη 8 Απριλίου 2009

Γνωρίζοντας τα Ελληνικά διαμάντια vol.2

Στην τελευταία δοκιμή Ελληνικών κρασιών που είχαμε κάνει τον περασμένο Νοέμβριο (βλ. γνωρίζοντας τα Ελληνικά διαμάντια) άπαντες εντυπωσιάστηκαν από την ποιότητα και την ποικιλία στα στυλ των ελληνικών κρασιών. Όσοι απουσίαζαν τότε είτε γιατί ενσωματώθηκαν αργότερα στο γκρουπάκι δοκιμών είτε για διάφορους άλλους λόγους, άκουσαν πολύ καλά λόγια από αυτούς που συμμετείχαν και μου ζήτησαν να το επαναλάβουμε. Έτσι, χθες τρίτη, πέντε μόνο μέρες μετά την τελευταία δοκιμή (Millesimes master), βρεθήκαμε και πάλι γύρω από το γνωστό ξύλινο τραπέζι με ένα ποτήρι στο χέρι να αδειάζει και να ξαναγεμίζει συνεχώς με χρώματα,αρώματα και γεύσεις!
Η δοκιμή περιλάμβανε: τρία λευκά, έξι κόκκινα και ένα γλυκό, πέντε από τις αντιπροσωπευτικότερες περιοχές τις χώρας μας και καλή διάθεση από όλους!
Δυστυχώς όμως για διάφορους λόγους πέντε φίλοι δεν μπόρεσαν να παρευρεθούν και έτυχε μάλιστα να είναι και από αυτούς που μέχρι τώρα είχαν ελάχιστη ή καθόλου εμπειρία από ελληνικά κρασιά. Ένα άλλο μείον ήταν η πιθανότητα μερικά από τα κρασιά να ήταν "κουρασμένα" λόγω του ότι 5 από αυτά τα έφερα μόλις πριν λίγες μέρες από το Παρίσι.
H Robola Gentilini 2006 ήταν ό,τι έπρεπε για το ξεκίνημα αφού δοκιμάζονταν πάρα πολύ καλά! Εγώ προσωπικά πρώτη φορά αισθάνθηκα, τα συνήθως διακριτικά αρώματα ροδάκινου και εξωτικών φρούτων της Ρομπόλας, τόσο έντονα και ταυτόχρονα καθαρά ενώ η ισορροπία στο στόμα ολοκλήρωνε την καλή του εικόνα. Αφήνοντας την Κεφαλλονιά και περνώντας για λίγο στην ηπειρωτική Ελλάδα πήγαμε στην Πελοπόννησο για να δοκιμάσουμε τα Δώρα Του Διονύσου του Παραπαρούση. Ένα λευκό από Ασύρτικο και Αθήρι με πολύ ιδιαίτερα λεμονάτα αρώματα και όμορφες βοτανικές νότες και στόμα άψογα ισορροπημένο με καλή διάρκεια. Δοκιμάζοντας λευκά δεν θα μπορούσαμε φυσικά να αφήσουμε απ' έξω την Σαντορίνη αφού παρά το γεγονός πως δοκιμάζουμε Σαντορίνες συχνά πυκνά, όλοι τις θεωρούν κορυφαία λευκά που δεν πρέπει να λείπουν από καμία δοκιμή ελληνικών κρασιών! Για την περίπτωση αυτή διάλεξα τον Πύργο 2004 του Χατζηδάκη γιατί ήμουν σίγουρος πως κανείς τους δεν είχε δοκιμάσει την συγκεκριμένη ετικέτα αφού κυκλοφορεί σε ελάχιστες φιάλες και παράγεται από ένα μικρό αμπελοτεμάχιο κοντά στο ομώνυμο χωριό. Ανοίγοντας το μου φάνηκε λίγο ύποπτο στην μύτη και σκέφτηκα πως ίσως θα έπρεπε να το περάσω από καράφα αλλά τελικά το άφησα ως είχε. Δοκιμάζοντας το, δύο ώρες μετά κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος. Κρασιά με τόσο μεγάλη δύναμη αν και λευκά χρειάζονται καράφα για να ..καλμάρουν λίγο και να γίνουν πιο ευχάριστα. Η μύτη ήταν τόσο εκρηκτική που θα λεγε κανείς πως είχαμε κλείσει στο μπουκάλι το ίδιο το ηφαίστειο! Η αλήθεια ήταν πως στην αρχή είχα υποψιαστεί αλλοίωση από Βρετανομύκητες αλλά όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια, είχα ξεγελαστεί από την έντονη μύτη του που σε πρώτη φάση έδινε μία περίεργη ζωώδη αίσθηση. Σε αντίθεση με τους "μπρετ" που δίνουν μία μυρωδιά όλο και πιο έντονη όσο περνάει η ώρα και έρχονται σε επαφή με το οξυγόνο, εδώ η μύτη άνοιγε και καθάριζε. Στο στόμα πάντως δεν χωρούσε καμία αμφιβολία πως είχαμε να κάνουμε με ένα μεγάλο κρασί που αναδείκνυε το τεράστιο δυναμικό του νησιού και της ποικιλίας με μία χαρακτηριστική αλμύρα που το έκανε να δονείται μεταξύ της γλώσσας και του ουρανίσκου! Η αλήθεια πάντως είναι πως το εκτιμήσαμε πολύ καλύτερα στο τέλος της γευσιγνωσίας δηλαδή πέντε ώρες μετά το άνοιγμά του και αφού είχε ανοίξει για τα καλά.
Ευχαριστημένοι από τα λευκά και την γενναιοδωρία τους απέναντί μας, περάσαμε στα κόκκινα με την ελπίδα πως θα μας κάνουν και αυτά την χάρη να δοκιμάζονται εξίσου καλά!
Όπως πάντα η αρχή έγινε με την πιο φινετσάτη και κομψή ελληνική ποικιλία που δεν είναι άλλη από το Ξινόμαυρο. Δοκιμάσαμε ένα Γη και Ουρανός του 2003 το οποίο όμως δεν ενθουσίασε και απογοήτευσε και εμένα που δεν το είχα ακόμη δοκιμάσει και είχα μεγάλες προσδοκίες από αυτό. Τελικά το πήρα μαζί μου σπίτι γιατί ήμουν πεπεισμένος πως δεν έφταιγε το ίδιο το κρασί αλλά οι συνθήκες και όπως συμβαίνει σχεδόν κάθε φορά σε τέτοιες περιπτώσεις είχα δίκιο. Αυτήν την στιγμή, δύο μέρες μετά το άνοιγμά του δοκιμάζεται πάρα πολύ καλά έχοντας μία εξαιρετική μύτη ώριμων φρούτων και στόμα με πολύ καλή οξύτητα που δείχνει ικανή να κρατήσει το κρασί αυτό αρκετά χρόνια ακόμη. Για πολλοστή φορά πάντως έκανα τις εξής παρατηρήσεις γύρω από την ποικιλία αυτήν:
- Στις περισσότερες περιπτώσεις η μύτη εξελίσσεται πιο γρήγορα από το στόμα
- Θέλει χρόνο! Είτε στο μπουκάλι προτού ανοιχτεί (παλαίωση) είτε στην καράφα αφού ανοιχτεί, το οξυγόνο είναι πολύ καλός σύμμαχος τις ποικιλίας αυτής!
Συνεχίζοντας ήθελα να δοκιμάσουμε κάτι που σπάνια οι Γάλλοι* έχουν την ευκαιρία να δοκιμάσουν αλλά ακόμη και εγώ ο ίδιος δεν τυχαίνει να πίνω συχνά. Ένα κόκκινο 100% Νεγκόσκα που μόλις είχε εμφιαλωθεί. Δυστυχώς όμως για όλους μας το ταξίδι από Νάουσα - Αθήνα τρεις μέρες μετά την εμφιάλωση και λίγες μέρες μετά Παρίσι και από κει Βουργουνδία "σοκάρισαν" το νεαρό αυτό κρασί και δεν δοκιμάζονταν καθόλου καλά. Η μύτη του ήταν απελπιστικά κλειστή και η τανίνες του στεγνές και επιθετικές. Ας ελπίσουμε πως η δεύτερη φιάλη που έφερα μαζί μου θα έχει στρώσει όταν την δοκιμάσουμε και θα αφήσει την Νεγκόσκα να δείξει τον πραγματικό της εαυτό.
Αμέσως μετά όμως ήρθε η έκπληξη της βραδιάς! Μία Ο.Π.Α.Π. Σητεία του 2000 από την Κρήτη φτιαγμένη από 80% Λιάτικο και 20% Μαντηλαριά. Η άψογη φινέτσα του και η μεγάλη του διάρκεια κλέψανε την παράσταση και εξέπληξαν τους Γάλλους αποδεικνύοντας τους πως το δυναμικό των Ελληνικών ποικιλιών είναι ανεξάντλητο και ακόμη και λιγότερο γνωστές ποικιλίες μπορούν να παράγουν φανταστικά κρασιά!
Άλλη καινούργια εμπειρία της βραδιάς ένα κόκκινο από την Σαντορίνη και πιο συγκεκριμένα ένα Μαυροτράγανο. Με έναν παιχνιδιάρικο φρουτώδη χαρακτήρα στη μύτη θύμιζε την φρεσκάδα των Beaujolais αλλά στο στόμα με την οξύτητα του και την καλή δομή φανέρωνε ένα κρασί ποιο καλοστημένο και με πολύ καλές δυνατότητες εξέλιξης. Να σημειώσω εδώ ότι και αυτό είχε εμφιαλωθεί μερικές βδομάδες πριν και μόλις το είχα φέρει από το Παρίσι αλλά μετά από ένα τρίωρο στην καράφα ηρέμησε και ήρθε στα ..ίσα του!
Η Νεμέα για ακόμη μία φορά δεν μας έκανε την χάρη και ένα ελάττωμα στην φιάλη αλλοίωνε όλα της τα χαρακτηριστικά και έκανε αδύνατη την δοκιμή της. Τελικά δεν είναι γραφτό να δοκιμάσουμε Νεμέα αφού στην προηγούμενη δοκιμή δεν είχα καταφέρει να βρω και σε μία άλλη δοκιμή είχα πέσει και πάλι σε ελαττωματική φιάλη.
Τελειώσαμε τα κόκκινα με τον Οργίων 2006 του Σκλάβου, μία ξηρή Μαυροδάφνη την οποία είχα βάλει σε καράφα τέσσερις ώρες πριν την δοκιμάσουμε για να χάσει λίγο τον αναγωγικό της χαρακτήρα. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό και αναγκαστήκαμε να καταφύγουμε στην μέθοδο του χαλκού για να διώξουμε λίγο τα βαριά αναγωγικά αρώματα. Μετά από αυτό δοκιμάζονταν πολύ καλύτερα με το φρούτο να αρχίζει να κερδίζει σιγά σιγά την μύτη και το πολύ πλούσιο στόμα να εντυπωσιάζει.
Για το κλείσιμο της δοκιμής είχα κρατήσει τον, κατά την προσωπική μου άποψη, αδιαμφισβήτητο βασιλιά τον Ελληνικών γλυκών κρασιών, το Μοσχάτο Ρίου Πατρών 2005 του Παρπαρούση. Το απίστευτα καθαρό φρούτο του και η άριστη ισορροπία οξύτητας - γλυκύτητας χαρακτηρίζουν το νέκταρ αυτό που στην άφιλτρη εκδοχή που δοκιμάσαμε βγάζει μία ακόμη πιο αγνή έκφραση των πρωτογενών του αρωμάτων και το καθιστά μοναδικό!

Αφήνοντας της ηλιόλουστες Ελληνικές οινοπαραγωγικές περιοχές ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη πέμπτη όπου πρόκειτε να επιστρέψουμε στην Γαλλία και σε πιο συνηθισμένες για τους περισσότερους γεύσεις...



σημ.: Η φώτο από την Σητεία είναι δανεισμένη από το blog της οινοποιίας Οικονόμου.

Σάββατο 4 Απριλίου 2009

The Millesimes Master!

Όπως κάθε πέμπτη έτσι και προχθές η βραδιά είχε δοκιμή κρασιών με την παρέα. Αυτήν την φορά είχαμε αποφασίσει να σταματήσουμε για λίγο τα πέρα δώθε στους διάφορους αμπελώνες του κόσμου και να τιμήσουμε την περιοχή που μας φιλοξενεί τα τελευταία χρόνια. Οργανώσαμε λοιπόν μία διπλή κάθετη δοκιμή της περιοχής γύρω από την Beaune και ταυτόχρονα έναν άτυπο διαγωνισμό μεταξύ μας για το ποιος θα ανακηρυχθεί Master of the Millesimes!
Το όλο στήσιμο είχε ως εξής: ένας από εμάς αναλάμβανε να στείλει στους υπόλοιπους οκτώ τις ομάδας μία χρονιά για τα λευκά και μία για τα κόκκινα. Ο ίδιος θα ερχόταν τελευταίος στο χώρο όπου κάνουμε τις δοκιμές για να μην γνωρίζει ποιαν φιάλη έχει φέρει ο καθένας. Το κάθε κρασί έπρεπε να είχε παραχθεί στην Côte de Beaune και να ανήκει σε οποιαδήποτε κατηγορία τιμής. Ο καθένας έφερνε τις δύο φιάλες που είχε πάρει σύμφωνα με το μέιλ που έλαβε με καλυμμένη την ετικέτα και βγαλμένη την τάπα το καψύλλιο και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να προδώσει κάποιο από τα χαρακτηριστικά της φιάλης.
Τα κρασιά δοκιμάζονταν σε τυχαία σειρά και ο κάθε ένας προσπαθούσε να βρει την χρονιά παραγωγής του κρασιού και κέρδιζε δέκα πόντους για κάθε σωστή απάντηση. Για τα κόκκινα δίνονταν και πέντε έξτρα πόντοι σε περίπτωση που κάποιος αναγνώριζε και την προέλευση του κρασιού (Pommard, Beaune,Volnay..).
Ξεκινώντας με τα λευκά για τους περισσότερους από εμάς υπήρχε μεγάλη δυσκολία να καταλάβουμε που βρισκόμασταν. Σπάνια δοκιμάζουμε λευκά από χρονιές παλαιότερες του 2003 και οι περισσότεροι δεν είμαστε αρκετά χρόνια στην περιοχή ώστε να τις θυμόμαστε από προσωπική εμπειρία. Το 2005 θα ξεχώριζε λογικά για την ισορροπημένη του δύναμη, το 2006 από τον αρωματικό του πλούτο και την οξύτητά του και το 2007 από την νεότητά του και εκεί ήταν που οι περισσότεροι από εμάς πέσαμε μέσα. Αυτός που τα πήγε πολύ καλά ήταν ο Αντουάν που δουλεύει στο Chassagne Montrachet σε domaine που ασχολείται αποκλειστικά με την παραγωγή λευκών και τα έχει φάει με το κουτάλι! Ειδικά τα παλαιότερα αφού το συγκεκριμένο domaine κατέχει σπουδαία cru και παράγει μεγάλα κρασιά που πίνονται πάντα μετά από μερικά χρόνια παλαίωσης.
Ούτε στα κόκκινα όμως τα πράγματα ήταν απλά. Το μεγάλο μπέρδεμα ήταν και πάλι στις χρονιές '99,'00,01 και '02 που έχουν αρκετά κοινά σημεία και οι περισσότεροι από εμάς διαφωνούσαμε μεταξύ μας για τα χαρακτηριστικά τις κάθε μίας από αυτές. Το 2003 ξεχώριζε για την δύναμή του και την πρόσθετη οξύτητα. Το 2004 ήταν αυτό που όλοι κατάφεραν να βρουν αφού είναι η χειρότερη χρονιά για την Βουργουνδία τα τελευταία χρόνια και με την πρώτη ..μυτιά καταλάβαινε κανείς περί τίνος πρόκειται. Το '05 χαρακτηρίζονταν από την δύναμή του ενώ το 2006 και το 2007 δεν έχουν ακόμη διαμορφώσει αναγνωρίσιμο χαρακτήρα και οι απόψεις διαφέρουν.
Έτσι τα σκορ όλων μας κυμάνθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα με τον γράφων να πιάνει 65 από τους 225 διαθέσιμους πόντους. Νικητής με 105 πόντους ο Αντουάν χάρη στην μεγάλη του εμπειρία με τα λευκά. Προς απογοήτευσή του όμως το βραβείο δεν ήταν κάποιο μεγάλο cru της περιοχής όπως περίμενε αλλά ένα πολύ όμορφο πλαστικό ξίφος στο οποίο αναγράφονταν "2009 Millesimes Master!" και ..ο σεβασμός όλων μας!

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Η δοκιμή με τα ερωτηματικά

Η πέμπτη είναι κλασσικά μέρα δοκιμών με την παρέα και όπως γίνεται κάθε φορά κάθε ένας φέρνει το κρασί του μεταγγισμένο σε ατικετάριστο μπουκάλι Βουργουνδίας ώστε η φόρμα του μπουκαλιού να μην προδίδει την προέλευση. Τα θέματα που διαλέγουμε είναι είτε αρκετά συγκεκριμένα όπως π.χ. μία περιοχή ή μία ποικιλία είτε πιο αφηρημένα όπως ήταν π.χ. το neuf (εννιά ή καινούργιο) στις αρχές του έτους. Το άτομο που είχε αναλάβει το θέμα αυτής της πέμπτης πήγε μάλλον πολύ μακριά βάζοντας ως θέμα το "μία ερώτηση" και αφήνοντας τον καθένα να το εξηγήσει όπως νόμιζε.
Ξεκινήσαμε με το μοναδικό ξηρό λευκό της βραδιάς. H "μυστηριώδης" όπως λεγόταν ο τοπικός αυτός οίνος από την περιοχή Flavigny-Alesia κάπου στο ενδιάμεσο μεταξύ Chablis και Beaune. Φτιαγμένο από pinot beurot η έντονα αρωματική μύτη του και το λιπαρό του στόμα μπέρδεψαν τους περισσότερους από μας που πήγαν νότια σε περιοχές της νοτιοδυτικής Γαλλίας και σε ποικιλίες όπως το Sauvignon και το Semillon. Σε γενικές γραμμές ήταν ένα καλοφτιαγμένο κρασί, τυπικό της ποικιλίας αλλά όχι τόσο αντιπροσωπευτικό της περιοχής αφού σίγουρα κανείς δεν περιμένει ένα τόσο λιπαρό κρασί από ένα τόσο βόρειο και κρύο μέρος. Ζεστή χρονιά το 2005 αλλά σίγουρα χρειάστηκε και μία καλή δόση ζάχαρης για να υπάρξει αυτό το αποτέλεσμα (επιτρέπεται μέχρι και 2% αύξηση του αλκοολικού βαθμού στην ζώνη αυτήν).
Ξεκινώντας με τα κόκκινα βρεθήκαμε στην Αυστραλία απ' όπου το πέρασμα μας τείνει να γίνει πλεόν συνήθεια αλλά ακόμη δεν έχουμε δοκιμάσει κάτι που να καταφέρει να μας πείσει.
2002 η χρονιά και ένα Merlot από το οινοποιείο Ferngrove με μύτη μέτριας έντασης, κλασσικά αρώματα σκούρων φρούτων της ποικιλίας (δαμάσκηνα, μούρα), στόμα γεμάτο και έντονα τανικό με ξηρό τελείωμα. Δεν μας συγκινησε ιδιαίτερα και περάσαμε χωρίς παραπάνω σχόλια στο επόμενο κρασί.
Ένα μεγάλο ερωτηματικό και η υπογραφή του παραγωγού (Roger Perrin) ήταν τα μόνα στοιχεία στην μπροστινή ετικέτα και ακόμη περισσότερα ερωτηματικά γεννήθηκαν όταν ψάχναμε να βρούμε για τι είδους ποικιλίες πρόκειται. Τελικά οι περισσότεροι πέσαμε έξω αφού παρόλο που ήμαστε στην περιοχή του Chateuneuf du Pape ο τοπικός αυτός οίνος ήταν φτιαγμένος από ποικιλίες της νοτιοδυτικής Γαλλίας που όμως επιτρέπονται και στον Νότιο Ροδανό, από 65% Merlot και 35% Egiodola. Χωρίς να είναι πολύ εκφραστικό, με στόμα αραιό και στυφό χωρίς καθόλου διάρκεια το θυμόμαστε μόνο για την Εgiodola που πολλοί ακούγαμε για πρώτη φορά.Μένοντας στους τοπικούς οίνους του Γαλλικού νότου αλλά ταξιδεύοντας λίγο δυτικότερα φτάσαμε στο Languedoc για να δοκιμάσουμε τον απαγορευμένο καρπό (fruit defendu) του Domaine Magellan. Φτιαγμένο από το παρεξηγημένο Cinsault ήταν αρκετά εκφραστικό με αρκετά φρουτώδες αλλά λίγο βαριά αρώματα ενώ στο στόμα είχε μέτρια δομή με λεπτές ευχάριστες τανίνες και φαινόταν πως υπήρχε καλή πρώτη ύλη. Πολύ καλή σχέση τιμής ποιότητας αλλά με μία ετικέτα που θυμίζει αφίσα του ΛεΠεν (άσπρα, μπλε, κόκκινα χρώματα και αυστηρή γραμματοσειρά) δεν ξέρω πόσοι θα το επιλέξουν βλέποντας το σε ένα ράφι!
Αφήνοντας για λίγο τον νότο ανεβήκαμε μέχρι την Βουργουνδία για να δοκιμάσουμε ένα κακό Fixin του 2002 από το Domaine Michel Noellat. Γερασμένο πολύ πριν την ώρα του με πολύ ζωικά αρώματα και επίπεδο στόμα με άσχημη μεταλλική επίγευση έγινε γρήγορα παρελθόν από τα ποτήρια μας.
Πειστήκαμε λοιπόν πως καλά ήταν να παραμείνουμε νότια και περάσαμε σε κάτι πολύ γνωστό. Ένα Chateau de Pibarnon του 2002, κρασί σημείο αναφοράς στο Languedoc φτιαγμένο από 100% Mourvedre. Μέτρια εκφραστικό στην μύτη με γήινα αρώματα και νότες βατόμουρων που χάνονταν όμως γρήγορα. Στόμα πλούσιο με καλή δομή και οξύτητα αλλά αδιάφορη και μικρή επίγευση. Για μερικούς κατώτερο τον προσδοκιών για άλλους εξαιρετικό ήταν ίσως το πιο ενδιαφέρον κρασί της βραδιάς αφού άναψε την συζήτηση! Ο Ethan που είχε φέρει το κρασί αυτό δικαιολόγησε την επιλογή του λέγοντας πως όταν σε νεαρότερη ηλικία δούλευε σε μία κάβα όλοι οι πελάτες μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για το Chateau αυτό και γι'αυτόν αποτελούσε πάντα ένα μεγάλο ερωτηματικό για το αν είναι πράγματι τόσο καλό ή όχι!
Φτάνοντας προς το τέλος, ένα στιβαρό Chateauneuf du Pape ήταν ότι έπρεπε για να κλείσουμε ιδανικά με τα κόκκινα. Παραγωγός (σε Βιοδυναμική καλλιέργεια) το Domaine de Villeneuve, και χρονιά το πολύ καλό για τον νότιο ροδανό 2004. Σε πρώτη φάση δύσκολα μάντευε κανείς πως το Grenach ήταν αυτό που κυριαρχούσε στο χαρμάνι (70%). Με μία μύτη λίγο αναγωγική αρχικά και με νότες μπαχαρικών θύμιζε κρασί με μεγάλο ποσοστό Syrah αν όχι εξ ολοκλήρου. Πολύ πλούσιο σε τανίνες και γεμάτο στόμα με μακρά επίγευση συμπλήρωναν την εικόνα ενός μεγάλου κρασιού. Οι ποικιλιακή του σύνθεση πέραν του Grenach είναι: 16% Mourvedre, 8% Syrah, 4% Cinsaut , 2% Clairette.
Τελειώσαμε με το Grand Cru Pfersigberg του 1998, ένα Gewuztraminer έντονα αρωματικό με καλή οξύτητα και μακρά επίγευση που επιβεβαίωσε την επιλογή μας να τελειώνουμε σχεδόν πάντα με μία Αλσατία. Σε πλήρη αντίθεση με την Βουργουνδία, επιλέγοντας μία Αλσατία δύσκολα πέφτουμε έξω και μας αφήνει ευχαριστημένους τις περισσότερες φορές!
Η παρουσία πολλών τοπικών οίνων μας έδωσε την ιδέα για το θέμα της μεθεπόμενης πέμπτης που θα είναι οι επιτραπέζιοι οίνοι. Ίσως δεν ακούγεται και τόσο ωραίο αλλά αποτελεί πρόκληση για εμάς να βρούμε τα κρυμμένα διαμάντια που κυκλοφορούν φέροντας αυτόν τον λίγο τιμητικό τίτλο...

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Δοκιμές κρασιών μεταξύ φίλων

Το περασμένο Σάββατο, με αφορμή τα γενέθλιά του, ο Antoine μας είχε καλεσμένους σε γεύμα και μας ενημέρωσε πως θα αναλάμβανε αυτός το κρασί και δεν θα έφερνε ο καθένας την φιάλη του όπως κάνουμε κάθε φορά.
Το ορεκτικό ήταν το κλασσικό χειμωνιάτικο ορεκτικό όποτε βρισκόμαστε στου Αντουάν: σαλάμι ξηρό από τα γουρούνια του υπεύθυνου του οινοποιείου στο οποίο εργάζεται, φρέσκο μαύρο ψωμί από τον βιοδυναμιστή αρτοποιό της αγοράς με βούτυρο και μαύρο ραπανάκι κομμένο σε φέτες. Ξεκινήσαμε με φυσαλίδες για να μας γαργαλίσουν τον ουρανίσκο και να μας ανοίξουν την όρεξη. Δύο Σαμπάνιες, η μία από τον André Beaufort από τα μεγαλύτερα ονόματα βιολογικής Σαμπάνιας και μία ακόμη βιολογική Σαμπάνια από τον λιγότερο διάσημο Benoit Lahaye. Η πρώτη, με αρώματα πράσινου μήλου και πολύ ισορροπημένο στόμα επιβεβαίωσε την φήμη της. Η δεύτερη, πιο διακριτική με πιο έντονη οξύτητα και πολύ μικρή διάρκεια δεν προσέφερε ιδιαίτερες συγκινήσεις και ξεχάστηκε γρήγορα.

Όταν περάσαμε στα ορεκτικά (νιόκι με ρόκα και σάλτσα λεμόνι, συνταγή του Jamie Oliver) είχε έρθει η ώρα να τιμήσουμε την χρονιά γέννησης του οικοδεσπότη μας και να περάσουμε σε μεγάλα πράγματα. Το λευκό της βραδιάς ήταν ένα Puligny Montrachet του 1977 από το Domaine* Leflaive και περιμέναμε με αγωνία να δούμε τι είχε να μας δώσει μετά από τόσα χρόνια αναμονής στη σκονισμένη του φιάλη. Για κακή μας τύχη και προς μεγάλη μας απογοήτευση το πολλά υποσχόμενο αυτό κρασί ήταν φελλωμένο και μείναμε με την όρεξη!
Μετά από ..μερικούς αναστεναγμούς και λίγη σιωπή περάσαμε στο επόμενο πιάτο που ήταν φραγκόκοτα ψητή στον φούρνο. Σε τέτοιες περιπτώσεις ένα παλαιωμένο κόκκινο με τανίνες βελούδινες από το πέρασμα του χρόνου είναι ότι πρέπει! Και τι καλύτερο παλαιωμένο από ένα κόκκινο από ένα Grand Cru της Côte de Nuits και πιο συγκεκριμένα ένα Grands Echezeaux του 1977 από το Maison* Patriarche. Πριν το ανοίξουμε, ο εορτάζων μας είπε πως όταν το είχε αγοράσει η πωλήτρια τον διαβεβαίωσε πως όλες οι φιάλες είχαν ελεγχθεί,συμπληρώθηκαν και άλλαξαν φελλό πρόσφατα και δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Ανοίγοντας το όμως και από την κάθοδο του τιρμπουσόν και μόνο, ο φελλός έγινε χίλια κομμάτια! Σίγουρα δεν είχε αλλαχθεί ποτέ πριν και έπρεπε να περάσουμε το κρασί από την φιάλη σε μία καράφα φιλτράροντας το με ένα χωνάκι με δίχτυ. Για όσους δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει αυτό για ένα κρασί 31 χρονών θα δώσω το παράδειγμα ενός σοφού ηλικιωμένου που προτού κάτσουμε να συζητήσουμε μαζί του για να μοιραστεί μαζί μας τα μυστικά του τον στέλνουμε στα καλά καθούμενα να τρέξει 500μέτρα και να ξανάρθει! Αφήσαμε λίγο το κρασί να συνέλθει από το σοκ και την βγάλαμε για λίγο με νερό αγωνιώντας για την κατάσταση του ..ηλικιωμένου! Ευτυχώς για μας το "πεντακοσάρι" του κανε καλό αφού όπως φάνηκε χρειαζόταν λίγο οξυγόνο για να έλθει στα ίσια του, να ανοιχτεί απέναντί μας και να αρχίσει να μας μιλάει! Με λεπτά αλλά πολύ καθαρά αρώματα μελιού και καφέ και λίγο πιο διακριτικά γλυκόριζας και δέρματος η μύτη μας έδιωξε γρήγορα το άγχος και καταλάβαμε γρήγορα πως έχουμε να κάνουμε με ένα μεγάλο κόκκινο! Στο στόμα οι τανίνες ήταν μάλλον απούσες σε αντίθεση με την οξύτητα που δήλωνε παρόν και έδινε στο κρασί μία φρεσκάδα που το έκανε να φαίνεται αρκετά νεότερο! Η αίσθηση του καφέ ήταν έντονη και στην επίγευση η οποία ήταν αρκετά ικανοποιητική σε διάρκεια.
Κλείσαμε με ένα Riesling με υπέροχα αρώματα αχλαδιού και λευκόσαρκου ροδάκινου από το διάσημο Domaine του Zind Umbrecht που θεωρείται από τα μεγαλύτερα ονόματα της βιοδυναμικής στην Γαλλία και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την προγραμματισμένη δοκιμή της πέμπτης.




*Domaine και Maison: Δύο διαφορετικές έννοιες που συναντάμε συχνά στην Βουργουνδία. Το Domaine (κάτι σαν το κτήμα σε εμάς) το χρησιμοποιούν όσοι παράγουν κρασί που έστω και ένα μέρος του προέρχεται από αμπέλια που καλλιεργούν οι ίδιοι. Τα maison (οίκοι) ή maison de negoce ή negociants παράγουν κρασί εξολοκλήρου από σταφύλια που αγοράζουν από τους παραγωγούς.

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

Pour them good wines and they will make good laws!

Την δεύτερη πέμπτη του Ιανουαρίου κάναμε με την παρέα την πρώτη φετινή συνάντηση για οινοποσία. Μιας και ήταν η πρώτη του 2009 αποφασίσαμε το θέμα να είναι το "neuf" που στα γαλλικά σημαίνει 9 αλλά σημαίνει επίσης και καινούργιο. Θα μπορούσε δηλαδή να είναι ένα κρασί του 99, του 89, του 79... ή ένα κρασί από 100% καινούργιο βαρέλι, από καινούργιο οινοποιό κ.ο.κ. Το πρώτο κρασί ήταν λευκό και η πρώτη εντύπωση που έδινε ήταν αρνητική αφού ήταν αρκετά αναγωγικό. Πολύ γρήγορα όμως το κρασί αυτό κέρδισε την συμπάθειά μας. Η μύτη άλλαζε γρήγορα και έδινε μία αίσθηση τσακμακόπετρας αλλά και κάποιες νότες λεμονιού. Ένα πρωτόγνωρο μπουκέτο για τους περισσότερους από εμάς και για τον λόγο αυτόν δυσκολευόμασταν να μαντέψουμε τι υπάρχει στο ποτήρι μας. Στο στόμα μία ελαφρά αρμύρα που μου θύμιζε μερικά δικά μας κρασιά από νησιά όπως η Σαντορίνη ή η Κεφαλονιά και μία κοφτερή οξύτητα που έκοβε το στόμα στα δύο έκαναν ακόμη πιο δύσκολη την αναγνώριση του κρασιού αυτού. Τελικά ήταν ένα Bordeaux του 1979 από sémillon, μία ποικιλία στην οποία όλοι μας είμαστε ασυνήθιστοι, πόσο μάλλον όταν αυτό είναι 29 χρονών! Εντυπωσιακό πάντως πως ένα λευκό διατηρήθηκε έτσι όλα αυτά τα χρόνια!
Στην συνέχεια περάσαμε στα κόκκινα ξεκινώντας με ένα Ξινόμαυρο του 2000* από το κτήμα Κυρ-Γιάννη. Σε εξαιρετική κατάσταση, ίσως και στο καλύτερο σημείο της ζωής του, εξέπληξε τους πάντες με το γεμάτο μπουκέτο του, τον όγκο του και τις καλοδομημένες τανίνες του. Αρκετά δυνατό και πιο συμπυκνωμένο απ΄ότι έχουμε συνηθίσει στα Ξινόμαυρα ξέφευγε ίσως λίγο από την τυπικότητα της ποικιλίας χωρίς αυτό όμως να είναι αρνητικό αφού δείχνει πως η ποικιλία αυτή μπορεί να εκφράσει την δυναμική της με διάφορους τρόπους! Η ετικέτα αυτή έχει πλέον καταργηθεί και το κρασί αυτό δεν παράγεται. Σε δοκιμή που είχα κάνει στο κτήμα πριν μερικούς μήνες δε θυμάμαι να βρήκα κάτι που να μπορεί να θεωρηθεί αντικαταστάτης του.
Αμέσως μετά ταξιδέψαμε για λίγο στο νότιο ημισφαίριο, στo Margaret River της Αυστραλίας μένοντας πάντα στην ίδια χρονιά. Το οινοποιείο Cullen απ'όπου προέρχονται το επόμενο κρασί μας είναι ένα από τα πιο αξιόλογα βιοδυναμικά οινοποιία της χώρας και η Diana Cullen
θεωρείτε από πολλούς η Anne-Claude Leflaive της Αυστραλίας! Φτιαγμένο από 65% CabernetSauvignon, 20% Merlot και 15% Petit Verdot, Malbec και Cabernet Franc, ήταν ιδιαίτερα εκφραστικό και φρουτώδες στην μύτη χωρίς όμως να έχει το κάτι παραπάνω που θα μπορούσε να κάνει την διαφορά. Στο στόμα ήταν λιγότερο φρουτώδες με μέτριο σώμα και επίγευση. Σίγουρα περιμέναμε πολλά παραπάνω από αυτό το κρασί που ήταν μεν καλό σε γενικές γραμμές αλλά κατώτερο της φήμης του. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη δοκιμάσαμε την πρώτη εμφιάλωση ενός Merlot από την αριστερή όχθη του Garonne στο Μπορντό. Ένα πολύ φιλόδοξο project ενός οινοποιείου που χρησιμοποιεί σύστημα ολοκληρωμένης διαχείρισης**, δεν χρησιμοποιεί καθόλου δεξαμενές (η ζύμωση γίνεται στο βαρέλι) και καθόλου αντλίες (χρήση της βαρύτητας). Φρουτώδης μύτη με έντονη παρουσία μέντας που πρόδιδε την ποικιλία από την οποία ήταν φτιαγμένο. Μία μύτη που γλύκιζε πάρα πολύ και έδινε την εντύπωση πως μόλις πιούμε μία γουλιά θα μας πιάσουν καούρες ενώ κατά τον ίδιο τρόπο η τανίνες ήταν τόσο στρογγυλεμένες που έδιναν την εντύπωση πως το κρασί που πίναμε ήταν γλυκό. Σε συνδυασμό με το αδύναμο σώμα και την μικρή επίγευση κανένας μας δεν εκτίμησε το κρασί αυτό το οποίο αμέσως μετά πληροφορηθήκαμε πως κοστίζει 80€ λιανική!!!
Τελειώνοντας με τα κόκκινα δοκιμάσαμε ένα ακόμη μπορντό από το οποίο όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν έχω ούτε σημειώσεις ούτε μπορώ να θυμηθώ πως δοκιμάζονταν.
Κλείσαμε την βραδιά πίνοντας έναν αφρώδη οίνο από μοσχάτο του '96 από την τελευταία δηλαδή ερωτική χρονιά του αιώνα μετά το '69. Δε θα σχολιάσω τον οίνο γιατί όπως έχω ξαναπεί δεν τα πάω καλά με τις φυσαλίδες αλλά θα σχολιάσω την όλη ιδέα! Ο Seppi Landmann λοιπόν είναι ένας πολύ επαναστατικός, extreme, βιοδυναμιστής παραγωγός από την Αλσατία και του αρέσει να κάνει πράγματα που να ξεχωρίζουν. Η cuvée erotique πέρα από την πολύ προκλητική μπροστινή ετικέτα έχει και μία ενδιαφέρουσα πίσω ετικέτα η οποία γράφει:

"Τhis label is dedicated to Serge gainsbourg and Jane Birkin when life had a wonderfully titillating taste of freedom .Nowadays the cowardice and the hypocrite censure of our representatives and frantic lawmakers make Montaigne's maxim "pour them good drinks and they will make good laws" definitely meaningful"

Την πέμπτη 22 Ιανουαρίου κάναμε δοκιμή με θέμα την νοτιοδυτική Γαλλία αλλά δεν νομίζω πως υπήρχε κάτι που να είναι πραγματικά άξιο αναφοράς...



*Η χρονιά 2000 είναι η χρονιά της καινούργιας (neuf) χιλιετηρίδας. Εξού και η παρουσία 2 κρασιών της χρονιάς αυτής σε μία γευσιγνωσία με το θέμα "neuf".

**Ολοκληρωμένη διαχείριση: Μέθοδος καλλιέργειας φιλικής προς το περιβάλλον ένα στάδιο πριν την Βιολογική. Τα ραντίσματα ή η λίπανση γίνονται μόνο όταν κριθούν απαραίτητα και μετά από αναλύσεις ενώ γίνεται σωστή διαχείριση των προιόντων που περισσεύουν (δεν πετιούνται στο αυλάκι π.χ.). Ακούγεται σωστό αλλά είναι λυπηρό κάτι που θα έπρεπε να θεωρείτε αυτονόητο να είναι η επιλογή μιας μικρής μερίδας παραγωγών που το κάνουν αυτό κυρίως για να κερδίσουν την συμπάθεια τον συνειδητοποιημένων καταναλωτών.


υ.γ.: Όσοι δεν γνωρίζετε ποιος είναι ο Serge Gainsbourg και ποια η σχέση του με τον ερωτισμό αξίζει τον κόπο να το ψάξετε!