Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Καθέτως, οριζοντίως, ...ακόμη και πλαγίως: Τα νεαρά

Ο Ιούλιος, όπως και ο Αύγουστος είναι πάντα μήνας ζεστός και δύσκολος για τα κόκκινα κρασιά. Με εξαίρεση φέτος που κατά παράδοξο τρόπο η ζήτηση για κόκκινα κρασιά δεν μειώθηκε αισθητά, τους καλοκαιρινούς μήνες τα λευκά κερδίζουν το μερίδιο του λέοντος στην κατανάλωση.
Εμείς εδώ στην Νάουσα λύνουμε το πρόβλημα της ζέστης πολύ απλά ανεβαίνοντας στο βουνό όπου οι συνθήκες σηκώνουν κόκκινο κρασί και έτσι απολαμβάνουμε τα αγαπημένα μας Ξινομαυρα χωρίς πρόβλημα κάθε στιγμή του χρόνου. Έτσι λοιπόν και το Σάββατο στην ταβέρνα "Χάραμα" στο Αρκοχώρι κάναμε μία μεγάλη δοκιμή οι οποία περιλάμβανε πάνω από είκοσι κρασιά εκ των οποίων τα δεκαεπτά ήταν κόκκινα.

Ξεκινήσαμε με το Ροζέ του Bruno Clavelier το οποίο είχε μία πολύ διακριτική βοτανική μύτη και έντονη οξύτητα που το έκανε άκρως καλοκαιρινό. Η οξύτητα αυτή όμως χαρακτηρίστηκε από μερικούς ως κουραστική και αν και προσωπικά μου άρεσε, η γνώμη των περισσότερων ήταν πως με λίγη λιγότερη οξύτητα θα παρουσιάζονταν πολύ καλύτερο.

Το Ροζε από Ξινόμαυρο 2010 του Θυμιόπουλου δεν χρειαζεται συστάσεις. Ένα από τα καλύτερα Ελληνικά Ροζέ, τρομερά εκφραστικό με εξαιρετικές οξύτητες, αποδεικνύει τις πολλαπλές δυνατότητες της ποικιλίας. Από τα Ροζέ περάσαμε στα λευκά. Αγνοώ τον λόγο αλλά μου αρέσουν πάντα οι εναλλαγές χωρίς να ακολουθείται η πεπατημένη.

Για ξεκίνημα τεστάραμε τον Σιδερίτη 2003 του Παρπαρούση. Ο παραγωγός υποστηρίζει πως είναι ένα κρασί που δεν αντέχει στο χρόνο αλλά λόγω της υψηλής του οξύτητας υποθέσαμε πως ίσως να μπορούσε να κρατήσει μερικά χρονάκια παραπάνω. Τελικά ο παραγωγός είχε δίκιο αφού το κρασί είχε γεράσει πάρα πολύ και θύμιζε οίνο τύπου Μαδέρα.

Ακολούθησε το Ασύρτικο Αθήρι του Σιγάλα. Το κρασί αυτό δεν φτάνει τα ποιοτικά επίπεδα της κλασσικής Σαντορίνης και στοχεύει σε κάτι πιο ευκολόπιοτο και προσιτό στο ευρύ κοινό. Στην μύτη επικρατούσε ένα ορυκτό άρωμα που θύμιζε πετρέλαιο αλλά χωρίς να πλαισιώνεται από κάποιο άλλο άρωμα και καταντούσε λίγο μονότονο. Τέτοιου είδους ορυκτά αρώματα είναι χαρακτηριστικά της Σαντορίνης αλλά πολλές φορές επισκιάζουν τα υπόλοιπα αρώματα. Στο στόμα ήταν αρκετά δυναμικό αλλά έπεφτε κάπως απότομα με αποτέλεσμα να μας αφήσει συνολικά μέτριες εντυπώσεις.

Ακολούθησε το Jeunes Vignes 2009 του Θυμιόπουλου. Το απλό Ξινόμαυρο από νεαρά κλήματα δηλαδή που στοχεύει σε ένα λιγότερο ψαγμένο κοινό απ'ότι αυτό του Γη και Ουρανός. Πολύ εκφραστική φρουτώδης μύτη με το δαμάσκηνο να κυριαρχεί και να πλαισιώνεται από έντονα ανθώδη αρώματα. Το στόμα είναι αρκετά απαλό για την ηλικία του αλλά σίγουρα χρειάζεται λίγο χρόνο ακόμη για να εναρμονιστεί σαν σύνολο.

Το Γη και Ουρανός του ίδιου παραγωγού και από την ίδια χρονιά ήταν πολύ διαφορετικό. Το μόνο κοινό σημείο ήταν το έντονο φρούτο της μύτης το οποίο όμως δεν εκφράζονταν με τον ίδιο τρόπο. Το JV είναι ένα κρασί που στα δίνει όλα με την πρώτη. Ανοίγεται χωρίς ενδοιασμό και σου προσφέρει τα πάντα με την πρώτη γνωριμία. Το Γη ξεκινάει πιο διακριτικό και θέλει να παίξεις μαζί του πολύ παραπάνω για να σου δείξει τον πραγματικό του χαρακτήρα. Έχει πολύ καλύτερη δομή, αρωματικό βάθος και μεγάλη διάρκεια στο στόμα. Με λίγα λόγια, το Γη είναι ένα κρασί για μυημένους ενώ το JV είναι για αυτούς που αποζητούν γρήγορες και έντονες απολαύσεις.

Συνεχίσαμε με τον Παλιοκαλιά του 2009 ο οποίος κυκλοφόρησε νωρίτερα από αυτόν του 2008 λόγο της ετοιμότητάς του. Το 2009 ήταν χρονιά πιο δροσερή και βροχερή από το 2008 και αυτό μεταφράστηκε και στο κρασί. Μην ξεχνάμε πως το Ξινόμαυρο είναι μία κατεξοχήν ποικιλία τερουάρ που "έχει ταλέντο" στο να μεταφράζει τις αλλαγές στις καιρικές συνθήκες. Η μύτη ήταν κάπως κλειστή την βραδιά αυτήν αλλά διέκρινε κανείς άνετα των ανθώδη χαρακτήρα με τις φρουτένιες νότες που αν και κάπως ασυνήθιστη για την ποικιλία αποτελεί χαρακτηριστικό της χρονιάς. Το στόμα ήταν κάπως νεαρό ακόμη αλλά πολύ πιο στρωμένο απ'ότι περιμένει κανείς από ένα τόσο νεαρό Ξινόμαυρο. Σε γενικές γραμμές είναι ένα κρασί που χαρακτηρίζεται από φινέτσα και αέρινο χαρακτήρα.

Ο Παλιοκαλιάς του 2008 έρχεται κάπως πιο δυναμικός. Αν το 2009 είναι θηλυκό τότε το 2008 είναι σίγουρα ένα αρσενικό κρασί. Με αρώματα άλλου τύπου, πιο ώριμα φρούτα και ζωικές νύξεις είναι χωρίς αμφιβολία πολύ πιο πολύπλοκο από τον διάδοχό του. Το στόμα είναι επίσης πιο πλούσιο, έχει καλύτερη τανική δομή και ένταση στο στόμα ενώ εντύπωση προκαλεί η μεταλλικότητα του που θυμίζει αυστηρά εδάφη της Βουργουνδίας όπως αυτό του Latricieres Chambertin. Άλλου τύπου Ξινόμαυρο από αυτό του 2009 που όμως χρειάζεται ακόμη πολύ χρόνο για να δείξει όλες του τις δυνατότητες.

Ακολούθησε το Γη και Ουρανός του 2008. Με πολύ πλούσια αρώματα ωρίμων φρούτων αλλά και γήινα αρώματα που θυμίζουν μεγάλα Nebbiolo η μύτη του ήταν εκπληκτική. Στο στόμα ήταν εξίσου αυστηρό με τον Παλιοκαλιά του '08 και είχε φοβερή τανική δομή που έδειχνε πως το κρασί αυτό βρίσκεται απλά στα πρώτα βήματα της ζωής του και έχει όλο το μέλλον δικό του.

Η δεκάδα των νεαρών κρασιών έκλεισε με την Νάουσα 2007 του Διαμαντάκου. Πολύ εκφραστική μύτη με ανθώδη, τριανταφυλλένιο χαρακτήρα αλλά και ζωικές νότες, φανέρωνε το ανάλαφρο και απαλό στυλ που δίνει το Ξινόμαυρο στο Μαντέμι. Το ίδιο έκανε και το στόμα με τις μαλακές τανίνες του.

Κάνοντας μία παρένθεση θα αναφέρω πως την αμέσως επόμενη μέρα δοκιμάσαμε σε φιάλη Jeroboam(3L) την Νάουσα του ίδιου παραγωγού από το 2006. Κινούνταν πάνω κάτω στα ίδια χαρακτηριστικά, είχε εξίσου έντονο χρώμα με αυτό του 2007 αλλά είχε ένα επίμονο άρωμα φράουλας ασυνήθιστο για Ξινόμαυρο. Σε αντίθεση όμως με το 2007 που όσο περνούσε η ώρα έπεφτε κάπως, το 2006, ίσως και λόγω φιάλης, από την στιγμή που ανοίχτηκε βελτιώνονταν ασταμάτητα.

Η όλη δοκιμή είχε πάντως πολύ ενδιαφέρον αφού συγκρίναμε διαφορετικά αμπελοτόπια κατεβαίνοντας αργά αργά τις χρονιές και αναλύοντας σχολαστικά ότι δοκιμάζαμε.
Η συνέχεια θα παρέλειπε τρεις χρονιές και θα φτάναμε κατευθείαν στο 2003 φτάνοντας μέχρι και το 1981...



Η φωτογραφία του Ροζέ Ξινόμαυρου είναι από το Genius in Gastronomie

Δεν υπάρχουν σχόλια: